POKKA KAI ΕΧΘΡΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ

.

ΚΑΙ ΔΥΟ ΕΜΕΙΣ, ΤΕΣΣΕΡΙΣ

    Μ’ αυτό το πέρασμα δεν τελειώνει μια μόδα. Δεν τελειώνει ένας τρόπος σκέψης. Δεν τελειώνει ένα κομμάτι από το ημιπερατό νήμα του Χρόνου που εκτείνεται στο παγωμένο χάος της πραγματικότητας. Τελειώνει μια ιδέα. Η εξιστόρηση της ιδέας αυτής είναι καταδικασμένη από δω και στο εξής να επαναλαμβάνει τον εαυτό της, ειπωμένη από τους μαθητές που θα αναπαράγουν συνεχώς το διδάσκαλο αλλά δε θα καταφέρουν ποτέ να τον ξεπεράσουν.


    Ο Μεγάλος Μάγος ανακάλυψε πριν τρεις μέρες το υπέρτατο ξόρκι της αθανασίας. Χωρίς κανένα δισταγμό, πρόφερε χαμογελώντας τη Μοιραία Λέξη, που σκότωσε μεμιάς όλους τους ανθρώπους, κι άφησε μόνο τον ίδιο ζωντανό. Καθάρισε την ύπαρξή του από το τελματώδες βάρος του θνητού του σώματος που τον κρατούσε αλυσοδεμένο στη γη και πήρε την πρώτη του δροσερή ανάσα αληθινής ελευθερίας. Κι ύστερα, άνοιξε μια ονειρόπλεκτη θύρα στο ψέμα, διάβηκε θαρραλέα το κατώφλι της και πέρασε σε ανώτερες υπεραντιληπτικές πραγματικότητες, αφήνοντας του κύκλους του κόσμου πίσω του κενούς, να οδεύουν στο ηλιοβασίλεμα.


    Ο Μεγάλος Μάγος δεν κράτησε τη γνώση του μυστικό κρυμμένο στους κυκεώνες των χρωμάτων του Ουράνιου Τόξου της σκέψης του. Σε όλους έλεγε πώς να ανεβούν στο Ασημένιο Βουνό, και πώς ο εκλεκτός, μια μέρα της χρονιάς της Αλεπούς, με ένα άγγιγμα του δεξιού του χεριού βρήκε το Ναό του Βασιλιά. Οι συνοδοιπόροι του όμως κουράστηκαν και σταμάτησαν, λέγοντάς του ότι τα μέρη όπου τους οδηγούσε ήταν υπερβολικά παραμυθένια και άβολα εξωπραγματικά. Ο Αστροπαρατηρητής ήταν γι' αυτούς τελικά ένας θρύλος που ποτέ του δεν Έπιασε το Ουράνιο Τόξο. Οι Πύλες της Βαβυλώνας έχουν καταλήξει σε ερείπια κι έχουν θαφτεί κάτω από την άμμο χιλιάδων χρόνων.


    Γι' αυτό και ο Μεγάλος Μάγος έφυγε. Ήταν ένα Μαύρο Σάββατο όταν κίνησε για άλλες, πιο μακρινές περιπέτειες, αυτή τη φορά κατεβαίνοντας τα δεκαεφτά χιλιάδες σκαλοπάτια που τον έφεραν στο στενό μονοπάτι που χωρίζει τον Παράδεισο από την Κόλαση. Έγινε μάρτυρας της γένεσης των Παιδιών της Θάλασσας και της πτώσης τους μέσα στον υγρό τους τάφο. Συνάντησε παράξενα πλάσματα όπου ο Όχλος Κυβερνούσε. Περπατώντας στο χείλος της απαρχής των πάντων, είδε με τα μάτια του για πρώτη φορά το πως η ανθρωπότητα, όλο και πιο γρήγορα, Πέφτει από την Άκρη του Κόσμου. Και πάλι, οι τότε συνοδοιπόροι του ήθελαν να ταξιδέψουν στο παρελθόν τους, χρησιμοποιώντας τον ως μέσο. Όταν αυτός αρνήθηκε, τον έδιωξαν από κοντά τους.


    Κι έτσι, αποφάσισε στο εξής να πορεύεται ηγώντας το καραβάνι των περιπλανήσεών του. Κι εδώ έκανε τα πλέον πολυάριθμα ταξίδια του στον κόσμο, αλλά και πέρα από αυτόν. Έριξε τον Ιερό Δύτη αλυσοδεμένο στη θάλασσα, περίμενε ως ο Τελευταίος της Γραμμής να μάθει αν ήταν διαβολικός ή θεϊκός, άγγιξε την Ιερή Καρδιά και Κλείδωσε τους Λύκους, παραδίνοντάς τους στον Γκερνούννος.


    Οι παλιοί του συνοδοιπόροι τον αναζήτησαν παρακαλώντας τον να τους βοηθήσει, γιατί είχαν σχεδόν αναλωθεί στο παρελθόν τους, κινδυνεύοντας να πέσουν στη λησμονιά. Αυτός τότε, τους έφτιαξε τη μηχανή του Απανθρωπιστή, με τη λειτουργία της Μηχανής του Χρόνου να τους υπενθυμίζει ότι είναι προτιμότερο να μην τη χρησιμοποιεί κανείς. Και τους έδωσε έτσι να καταλάβουν ότι όλοι μαζί, δε θα είναι ποτέ ισχυρότεροι από τον Ίδιο.


    Ξαναγυρνώντας στο παλιό του καραβάνι, Σκότωσε το Δράκο και συνομίλησε με τον Άρχοντα του Φεγγαριού και φαινόταν σίγουρη η μοίρα του για πολλά πράγματα ακόμα που έμελλαν να ξεδιπλωθούν μπροστά του. Αλλά κάπου μετά, αντιλήφθηκε ότι ήταν επιτέλους κοντά σε κάτι μεγάλο. Διάβασε τα αστέρια για να σιγουρευτεί. Οι απαντήσεις ήταν εκεί, ξεκάθαρες και αδιάσειστες.


    Δε θα έκανε πια ταξίδια. Δε θα έλεγε άλλα παραμύθια ούτε θα εξιστορούσε τις περιπέτειές του από μέρη που είχε πάει. Δε θα άλλαζε ούτε καραβάνια ούτε συνοδοιπόρους. Θα ήταν η υψηλότερη γνώση που μπορούσε να φτάσει κανείς, και ένιωσε πως ήταν έτοιμος να δεχτεί τη σοφία της.


    Λίγο πριν συμπληρωθούν τρεις εξάδες χρόνια από τη δημιουργία του Απανθρωπιστή, συμφώνησε να ξανακατεβεί τα σκαλοπάτια όχι για να φτάσει στο μονοπάτι, αλλά για να περιδιαβεί την ίδια την Κόλαση όπως του αρέσει και στο τέλος να ξεχυθεί στα διεφθαρμένα λιβάδια του Ουρανού, έτοιμος για πόλεμο. Έσπασε τη βιβλιοθήκη κι απαίτησε τη Μαύρη Βίβλο, εξοπλίστηκε με το Φόβο και, Ακολουθώντας τα Δάκρυα καταπάτησε τις πύλες του παραδείσου καθαρίζοντάς τον από τους προδότες του Θεού. Κι ένιωσε ότι η γνώση που έψαχνε ήταν πιο κοντά από κάθε άλλη φορά.


    Επέστρεψε. Και τότε συνειδητοποίησε, μετά από εξήντα εφτά χρόνια, ότι το μυστικό της αθανασίας ήταν μέσα σ΄αυτόν τον ίδιο. Τον ρώτησαν για πού ετοιμάζεται ξανά. Κι εκείνος τους είπε απλά ότι όσο πιο κοντά φτάνει κανείς στο νόημα, τόσο γρηγορότερα θα αντιληφθεί ότι ονειρεύεται.


    Και την εκατοστή τριακοστή έκτη αυγή του έτους, ο Μεγάλος Μάγος άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του. Σηκώθηκε, πέρασε ανάμεσα από όλους και έφυγε χωρίς γυρισμό. Κανένας δε μπόρεσε να δει το πρόσωπό του. Κανένας δεν μπόρεσε ν' αγγίξει τα χέρια του. Κανένας δεν μπόρεσε ν' ακούσει την καρδιά του. Το μόνο που είδαν ήταν ένα ιριδίζον φως που σηκώθηκε στα χρώματα της αυγής, παιχνίδισε στον αέρα και χάθηκε μια για πάντα απ' τα μάτια τους. Εγώ όμως ξέρω πολύ καλά πού πήγε ο Μεγάλος Μάγος. Γιατί όταν μου το ψιθύρισε στο αυτί, εγώ ήμουν εκεί για να το ακούσω.


    Αντίο, Μεγάλε Μάγε. Ελπίζω μια μέρα να ξαναϊδωθούμε για μια τρίτη και τελευταία φορά. Μην με ξεχνάς. Εγώ δε θα το κάνω. Κι επιτέλους, τώρα καταλαβαίνω τί εννοούσες όταν μου έλεγες ότι ο κόσμος γίνεται ολοένα και πιο κρύος.





0 Comments:

Post a Comment



Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα