POKKA KAI ΕΧΘΡΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ

.


Ελπίζω να διασκεδάζετε με τις δημοσιεύσεις μου ως τώρα. Εγώ σίγουρα το κάνω. Η παρακάτω ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Στη θέση του ήρωα θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοσδήποτε από εμάς (συμπεριλαμβανομένου και του παρελθοντικού μου εαυτού), γιατί το παραμύθι, αν το καλοκοιτάξουμε, δε λέει τίποτα το εξωπραγματικό.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι που τον έλεγαν Γιάννη. Ο Γιάννης ζούσε σ’ ένα ήσυχο χωριουδάκι με ήρεμους και φιλήσυχους ανθρώπους, που η ονομασία του ήταν ενός φυτού, καταδεικνύοντας έτσι την αργή ζωή τον περισσότερο καιρό και τα μεγάλα γεγονότα μέσα σε μια στιγμή.
Και ο ίδιος ήταν πράος, κανέναν δεν πείραζε και όλους τους βοηθούσε, αν δεν τον έβγαζε ο κόπος πολύ από το δρόμο του. Πήγαινε στην εκκλησία και βοηθούσε την οικογένειά του δουλεύοντας.
Μια μέρα, ξημέρωσε παραμονή της Αγίας Παρασκευής. Ο ήλιος ζέσταινε από νωρίς, και τα μεγάλα δέντρα θρόιζαν αναπνέοντας το απαλό αεράκι. Ο Γιάννης αποφάσισε πως το απόγευμα θα πήγαινε στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής για να προσκυνήσει.
 Και στ’ αλήθεια, το απόγευμα κίνησε, ανεβαίνοντας το φιδογυριστό μονοπάτι που σκαρφάλωνε ίσαμε τη μέση ενός βουνού, λαξεμένο ανάμεσα στα απόκρημνα ξερά βράχια, όπου χτίζεται συνήθως παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Και η παράδοση του να συμβαίνει αυτό έχει κάποιο λόγο.
Τοποθετημένο σε τέτοιο ύψος, προσφέρει στον παρατηρητή θέα όλης της πεδιάδας ακόμα και μέχρι τη θάλασσα πέρα μακριά στο τέλος του ορίζοντα. Μπορεί κανείς να δει τα μικρά νησάκια και το στόμιο του κόλπου όπου η θάλασσα γίνεται ωκεανός και τα απαλά ερυθροκύανα χρώματα της δύσης ενώνουν τη μέρα με τη νύχτα και τη ζωή με το όνειρο.
Εκτός από τη χρήση της όρασης με την οποία η Αγία Παρασκευή είναι περισσότερο συνδεδεμένη, το συγκεκριμένο σημείο έχει και μια άλλη ιδιότητα. Εκεί, αγκαλιασμένη με το εκκλησάκι που χτίστηκε μετέπειτα για να τιμήσει την Αγία ως μάρτυρας στα γεγονότα, είναι η σπηλιά όπου ζούσε ένας δράκος. Βγαίνοντας από τα έγκατα της γης, κατόπτευε την πεδιάδα κι επέλεγε το στόχο του. Ξερνώντας φωτιά κι αναθυμιάσεις, ξέρανε την πλάση, κι ο τόπος από τότε δεν ήταν ποτέ ξανά κατάφυτος και γεμάτος ζωή, ακόμα και μετά την παρέλευση του δράκοντα, μέχρι και σήμερα.
Το εκκλησάκι ήταν γεμάτο και ο κόσμος δε χωρούσε ούτε στο προαύλιο, ήταν μαζεμένοι άνθρωποι ακόμα κι έξω, στο δρόμο. Ο Γιάννης περπατούσε αργά στην ουρά μαζί με τους υπόλοιπους, άναψε κερί, ασπάστηκε την ιερή εικόνα και ακολούθησε το ρεύμα του κόσμου που έβγαινε από το ναό.
Ακριβώς δίπλα από την έξοδο του ναού υπήρχε μια μικρή είσοδος που οδηγούσε σε μια υπόγεια σπηλιά. Εκεί ζούσε ο δράκος, ο οποίος λυμαίνονταν τον κάμπο και έκανε καταστροφές. Οικισμοί είχαν ρημάξει και είχαν σβήσει από τη μνήμη, άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην άνιση και πάντα απροειδοποίητη μάχη με το πλάσμα.

Κόσμος ανεβοκατέβαινε τα περίπου εκατό σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη βάση της σπηλιάς, όπου σχηματιζόταν ένα κοίλωμα, εκεί που προφανώς ο δράκος κοιμόταν. Η σπηλιά ήταν κρύα και ο αέρας βαρύς και νοτισμένος από την υπόγεια υγρασία. Ο Γιάννης άναψε κι άλλο ένα κερί και προχώρησε λίγο πιο μέσα κατεβαίνοντας άλλα δέκα σκαλοπάτια για να φτάσει σ’ ένα χώρο δεξιά, που μάλλον θα χρησιμοποιούνταν για να αποθηκεύει ο δράκος την τροφή του για μελλοντική χρήση.
Παρατήρησε για λίγο το χώρο αυτό και βγαίνοντας, έπλυνε τα χέρια του στη βρύση, σύμβολο της κάθαρσης από τις αμαρτίες και τις ανομίες του. Ξανανέβηκε τα σκαλιά βγαίνοντας στον προαύλιο χώρο, πιο ανάλαφρος και πιο δροσερός.

Η Θεία Λειτουργία είχε τελειώσει, και ο ιερέας κήρυττε ένα σύντομο λόγο πριν τη διαμοίραση του άρτου. Ο Γιάννης κάθισε σε μια πέτρα ν’ ακούσει.
«…κοίταξε μέσα στα μάτια του δράκοντα και τον ημέρεψε. Γιατί ο δράκων έχει βλέμμα καθηλωτικό, και όποιος τον κοιτάζει στα μάτια υπνωτίζεται και γίνεται δούλος της θέλησής του. Η Αγία, με τη βοήθεια της πίστης της που αντλούσε από την αγάπη της προς τον αληθινό Θεό, κατάφερε και καθήλωσε η ίδια το δράκοντα. Τον διέταξε να φύγει και τον έδιωξε μακριά.
»Η φήμη της όμως ως ελευθερώτριας από το δράκο ταξίδευσε σύντομα στην επικράτεια και μαθεύτηκε από τον άρχοντα. Όταν αυτός άκουσε ότι η Αγία αυτή είναι θαυματουργός, φοβήθηκε ότι η πίστη των υπηκόων στον ίδιο θα κλονιζόταν και θα στρεφόταν στο Θεό, και γι’ αυτό διέταξε να τη συλλάβουν. Τη φυλάκισαν και τη βασάνισαν προκειμένου ν’ απαρνηθεί την πίστη της στο Θεό κι αυτή, ύστερα από όλα τα βάσανα, ουδέποτε την αποδυνάμωσε. Με τη δύναμη που της έδωσε ο Θεός υπέμεινε τα πάντα.
»Μέχρι και σε καυτό λάδι την έριξαν για να λυγίσουν την αδαμάντινη πίστη της, αλλά αυτή θαυματουργά δεν κάηκε, κι ένιωθε το λάδι δροσερό. Ο άρχοντας τη ρώτησε: δεν καίγεσαι; Όταν αυτή έδειχνε να μην πειράζεται, ο άρχοντας έβαλε λίγο από το θαυματουργό αυτό λάδι στα μάτια του, αλλά όμως τυφλώθηκε από το κάψιμο. Παρακάλεσε ύστερα μετανιωμένος την Αγία να τον θεραπεύσει κι αυτή το έκανε, συγχωρώντας του την κακία που ο ίδιος της επέδειξε. Ο άρχοντας μετά έγινε πιστός χριστιανός κι αυτός κι ανακάλεσε τη φρουρά του, που είχε στείλει στην επαρχία για την πάταξη του χριστιανισμού.
»Ο άρχοντας αυτός, παλαιότερα, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αφανίσει τη χριστιανική θρησκεία και την είχε χαρακτηρίσει ανυπόστατη, λέγοντας ότι οι χριστιανοί προσεύχονται στρεφόμενοι προς έναν ανύπαρκτο Θεό. Όταν όμως τον ρώτησαν γιατί  από τη μια μεριά πρεσβεύει ότι η θρησκεία αυτή δεν υπάρχει και από την άλλη προσπαθεί να την υπονομεύσει και να την αφανίσει, αυτός απάντησε ότι οι εκστρατείες του έχουν χαρακτήρα προληπτικό…»

Ο Γιάννης κοίταξε πέρα και το βλέμμα του άνοιξε στην πεδιάδα που απλωνόταν κάτω απ’ τα πόδια του. Τα πρώτα νυχτερινά φώτα άρχισαν να ανάβουν, μόνα και αμυδρά, καθώς η σκοτεινιά έρεε πίσω από τα βουνά και ξεχυνόταν απ’ τον ανατολικό ορίζοντα. Η ομιλία του ιερέα που συνεχιζόταν με τον ίδιο μονότονο τρόπο άρχισε να τον υπνωτίζει, και οι σκέψεις του ξεκίνησαν να μουρμουρίζουν έντονα, καθώς συγκεντρώνονταν όλο και περισσότερες στο μυαλό του, επωφελούμενες από την αδράνεια της συνείδησής του.
Μετά από λίγο γύρισε και με ρώτησε: «Πιστεύεις στο δράκο;»
«Φυσικά και πιστεύω.»
«Δηλαδή τι πιστεύεις;»
«Δεν ξέρω πώς θέλεις να το ονομάζεις, δράκο ή δαίμονα. Δράκος και δαίμονας είναι δύο διαφορετικά και ξεχωριστά όντα. Πιστεύω ότι ο δράκος είναι ένα ον υπαρκτό που έζησε και ζει ακόμα, ένας ή περισσότεροι, και είναι όπως τους περιγράφουν οι μαρτυρίες όσων έτυχε να τους συναντήσουν. Και να ζήσουν ύστερα από αυτό. Σου λέω πως είναι ιδιαίτερα σπάνιο να δεις κάποιο δράκο από κοντά και να ζεις ακόμα όταν θα σε ρωτήσουν πώς ήταν.»
«Μπα, αυτά είναι ανοησίες», συνέχισε ο Γιάννης. «Ιστορίες για μικρά παιδιά. Απορώ ακόμα που τα πιστεύεις.»
«Ιστορίες για μικρά παιδιά;» ρώτησα έκπληκτος. «Αλήθεια έτσι πιστεύεις;»
«Μα, είναι δυνατόν να μου λες ότι υπήρχαν δράκοι; Πετούσαν στους ουρανούς και δεν τους είδαμε;»
«Τότε γιατί ήρθες εδώ πέρα, Γιαννάκη μου; Γιατί άναψες το κερί; Γιατί φίλησες την εικόνα; Γιατί άκουσες αυτά που είπε ο παπάς;
»Κι εσύ από τη μια μεριά ήρθες σαν πιστός στο Θεό να προσκυνήσεις τη θαυματουργή Αγία Παρασκευή αλλά δεν πιστεύεις  ότι έκανε κανένα θαύμα; Πώς είναι δυνατόν να ημέρεψε θαυματουργά το δράκο και να τον έδιωξε, αν δεν υπήρχε δράκος; Ποια είναι ύστερα η θαυματουργή υπόσταση της Αγίας Παρασκευής αφού δεν έκανε κανένα θαύμα;»
«Όχι, όχι», είπε αυτός «τα άλλα τα πιστεύω, μόνο το δράκο δεν πιστεύω.»
«Γιατί, Γιάννη; Επειδή δεν θέλεις να πιστέψεις; Τι σου φαίνεται λογικό στα άλλα θαύματα και παράλογο σ’ αυτό; Γιατί διάλεξες αυτό το μέρος να μην πιστέψεις και όχι αυτό με το λάδι ή άλλο; Νομίζεις ότι υπάρχει μερική πίστη; Μπορείς να πιστέψεις ότι ο Ιησούς έκανε το νερό κρασί αλλά σου φαίνεται απίθανο ο οικοδεσπότης να είχε τόσο λίγο κρασί που να μην έφτανε και να αναγκάστηκε ο Ιησούς να κάνει το θαύμα;
»Σου φαίνεται λογικό κάποιον να τον οδηγούν στα βασανιστήρια και να τον βασανίζουν για κάτι αλλά αυτό το κάτι να μην το αποδέχεσαι, να είναι ένα τίποτα ή παραμύθι για μικρά παιδιά; Ύστερα γιατί τον τυραννάνε;»
«Δεν ξέρω, ουφ, αυτά είναι φιλοσοφίες μεγάλες» είπε ο Γιάννης και αποτραβήχτηκε λίγο παραπέρα.

          Μάλιστα. Αυτά είναι φιλοσοφίες μεγάλες. Δεν είναι για τα κανονικά μυαλά, «είναι για τα μυαλά τα άλλα». Κι όποιος έχει ένα «άλλο» μυαλό, καλύτερα να τα παρατήσει κι αυτός, γιατί σίγουρα θα έχει στο πλάι του κάποιον που να του πει ότι αυτά που σκέφτεται είναι για «τα μυαλά τα άλλα».

          Και τότε, τι είναι για τα δικά μας τα μυαλά; Οι εφημερίδες; Η τηλεόραση; Το ποδόσφαιρο; Τα γρήγορα αυτοκίνητα; Τα πολλά λεφτά; Η λεπτή και όμορφη γυναίκα; Ο δυνατός και διάσημος άντρας; Τα αριθμητικά πολλά παιδιά; Τα λίγα παιδιά; Οι πολλοί φίλοι που θα μας αναζητούν συνεχώς και θα είναι πανομοιότυποι μ’ εμάς;
          Αν δεν έχουμε τίποτα από αυτά ή δε μπορούμε να λάβουμε ενεργά μέρος είναι σαν να φωνάζουμε από το θεωρείο στην Ιμογένη να μην πιει το δηλητήριο από τα χείλη του αγαπημένου της, αλλά να ξέρουμε ότι ούτως ή άλλως θα το κάνει.
Είναι καταφανές ότι το ζήτημα εδώ δεν είναι αν ο Γιάννης πιστεύει ή όχι στο δράκο. Είναι κάθε περίπτωση που πορεύεις τη ζωή σου με μια φιλοσοφία, την οποία αν δε βρίσκεις στο συνάνθρωπό σου τον θεωρείς αποτυχημένο, αμαρτωλό και εξωκοινωνικό, αλλά όταν σε ρωτάνε τι το αξιόλογο έχει ο δικός σου τρόπος σκέψης, θεωρείς βαρετό το να καθίσεις να σκεφτείς, πόσο μάλλον το ν’ απαντήσεις. Στον εαυτό σου ή σ’ αυτόν που ρωτάει. Ίσως και γιατί φοβάσαι ότι η αντιμετώπιση που τηρείς για τη ζωή είναι αυτούσια λάθος. Και με το να αποφεύγεις να το διερευνήσεις είτε γιατί βαριέσαι είτε γιατί φοβάσαι είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, γλιτώνεις από τη ντροπιαστική υποχρέωση να παραδεχτείς ότι σφάλλεις και τον κόπο να αλλάξεις ακόμα κι αν ο δρόμος σε οδηγήσει στο να γίνεις καλύτερος.
Δε μιλάμε για μια απόφαση στιγμής. Είναι ένας τρόπος ζωής. Ένας τρόπος που ακολουθείται από όσους έρχονται σ’ επαφή μαζί του. Και τον μαθαίνουν αυτολεξεί, επειδή υποδεικνύεται από κάπου. Το από πού, είναι μια απάντηση που μπορεί πανεύκολα ο καθένας να δώσει, αν ρωτήσει τον εαυτό του τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, και ΠΟΥ το είδε να γίνεται έτσι.

Κι όμως, στο φίλο μου το Γιάννη ο κόσμος δίνει το δίκιο. Καλά λέει. Τι δράκος και θαύματα και σαχλαμάρες. Είναι δυνατόν; Αυτά γίνονταν τα παλιά τα χρόνια. Τώρα τσουγκράμε αυγά το Πάσχα και μετά ώρα για φαΐ. Η θρησκεία δεν είναι όπως τη θυμόμαστε από παλιά, «έχει εξελιχθεί, όπως όλες οι έννοιες, για να ταιριάζει στις ανάγκες των καιρών». Μόνο που οι τελευταίοι καιροί συνεχώς προκαλούν στα πράγματα την ανείπωτη φθορά της λήθης, παραδίνουμε όλο και λιγότερα από όσα παραλάβαμε, αντί να ορθώσουμε το ανάστημά μας σαν άνθρωποι και να πετύχουμε μεγαλύτερα και περισσότερα.

Ζήτω! Ζήτω! Ζήτω! Ο Γιάννης ο Θριαμβευτής, που σκότωσε το δράκο χωρίς να υπάρχει δράκος!

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα