POKKA KAI ΕΧΘΡΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ

.

ΠΟΙΟΣ; ~ΜΕΡΟΣ 2~

            Όπως οι φίλοι και οι γνωστοί μου ξέρουν, ασχολούμαι με τη μουσική. Με ένα πολύ συγκεκριμένο είδος ήχου που, τουλάχιστον εδώ στην Ελλάδα δεν τυγχάνει ούτε ιδιαίτερης δημοσιότητας αλλά ούτε και αποδοχής. Αλλά δεν είμαστε εδώ για να σχολιάσουμε αυτό, ο καθένας ακούει και κάνει ότι θέλει.
Παρακολουθώ τα μουσικά κομμάτια του ιδιώματός μου και δεν τα ακούω απλά. Επίσης μαθαίνω για ιστορικά στοιχεία που την περιτριγυρίζουν και που τώρα αρχίζουν να περνούν στο θρύλο. Ακόμη γράφω και παίζω δικά μου κομμάτια. Αυτή την οδό, διάλεξα μέσα από χρόνια επιλεκτικής διαδικασίας, η μόνη θεωρία της εξέλιξης στην οποία πιστεύω. Και το ότι όταν ακούω μουσική παρακολουθώ τα κομμάτια και το πώς εξελίχθηκε ο τρόπος έκφρασης του καθενός καλλιτέχνη μέσα από τα χρόνια, πιστεύω ότι καταδεικνύει περισσότερο το γεγονός ότι η επιλογή μου αυτή είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από στιγμιαία και αναγκαστική.
           
Τώρα, δε θέλω να μειώσω άλλα είδη μουσικής ή τις επιλογές που κάνει ο καθένας στη ζωή του. Δεν προσπαθώ να εξαναγκάσω κανέναν. Ούτε πειράζω κανέναν, και δεν θέλω και να με πειράζουν.
Όμως, κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφομαι, δε λένε απλά τη γνώμη τους, αλλά προσπαθούν να επαναλάβουν πολλές φορές αυτό που θέλουν να είμαι, με απώτερο σκοπό το να γίνω αυτός που θέλουν. Και από τη στιγμή που κάποιος επεμβαίνει στη συνείδησή μου, θεωρώ καθήκον κατ’ αρχήν να του εξηγήσω, και ύστερα να στρέψω τα επιχειρήματά του εναντίον του.
Η συνείδηση είναι κάτι βαθύτερο από την προσωπική ζωή. Αν επέμβεις στην προσωπική ζωή κάποιου, αυτός στην αρχή θα ξαφνιαστεί γιατί είναι σχετικά απότομο να εξαναγκάζεται να κάνει κάτι που δε θέλει. Θα είναι κάτι σαν δουλεία. Ύστερα, θα ανασυνταχθεί και θα προσπαθήσει να σε απωθήσει για να κάνει αυτό που θέλει. Άλλωστε, είναι δική του ζωή και έχει δικαίωμα να τη ζει.
            Αν όμως επέμβεις στη συνείδηση κάποιου ατόμου, μετά από ένα βαθμό επανάληψης, θα αποτυπωθεί στο μυαλό του το επιθυμητό μήνυμα, και από αυτό το σημείο κι έπειτα, θα συμπεριφέρεται έτσι από μόνος του, και στην κοινωνική αλλά και στην προσωπική του ζωή. Χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά η επέμβαση με τη βία.


Μια γνωστή μου, τώρα πρόσφατα, μου είπε ότι αυτά που ακούω είναι φασαρία και ηλιθιότητες. Απορούσε πώς εγώ, ένα τόσο ωραίο και καλό παιδί ασχολιόμουν μ’ αυτά τα πράγματα. Δεν απαρνήθηκε ότι ταυτιζόταν με αυτόν τον τρόπο σκέψης όταν ήταν μικρή, τρελή και ανώριμη, τώρα που σοβαρεύτηκε τα θεωρεί παιδιάστικα και ξεπερασμένα. Είπε κι άλλα, μα δεν τα θυμάμαι όλα. Και με εξώθησε να σκεφτώ. Αν θέλω να λέω ότι είναι σωστό να αναθεωρείς κάτι που είναι λάθος, πρέπει πρωτίστως να το εφαρμόζω στον εαυτό μου. Γι’ αυτό και ξεκίνησα τη διερεύνηση για να δω αν όσα μου είπε ισχύουν. Και αν ναι, μέχρι ποιο σημείο.


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
Κατ’ αρχήν, ήθελα να πάρω μια «γεύση του διαφορετικού». Να δω τι το τόσο ιδιαίτερο κι ελκυστικό έχει αυτή η «λαϊκή μουσική» και πόσο πιο ταιριαστή είναι για εμένα. Είναι άχρηστο να αναρωτιόμαστε αν είναι καλύτερη ή σωστότερη, γιατί ο καθένας θεωρώ ότι έχει έστω και λίγο διαφορετική αντίληψη περί σωστού ή καλού.
Αν χαρακτηρίσεις κάτι ως «λαϊκό», για παράδειγμα, κάνεις για αρχή έναν μάλλον άστοχο χαρακτηρισμό, αφού το «λαϊκός» δεν αναφέρεται στο ίδιο το αντικείμενο που χαρακτηρίζει αλλά στο να το διαχωρίσει από τα υπόλοιπα. Έτσι, η «λαϊκή» μουσική και τα «λαϊκά» τραγούδια λέγονται έτσι γιατί τα υπόλοιπα προφανώς είναι «αντιλαϊκά». Μη με ευχαριστείτε ακόμα. Αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι δικός μου, ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν ή αυτούς που ονόμασαν «λαϊκά» τα τραγούδια που σήμερα έχει επικρατήσει να ονομάζονται έτσι.
Αλλά γιατί τα είπαν «λαϊκά»; Μήπως εννοούν ότι είναι περισσότερο λαϊκά από τα υπόλοιπα; Δηλαδή απευθύνονται σε πιο ευρύ κοινό; Τότε γιατί δεν τα λένε «μαζικά» ή «ευρέα»; Μπα, για να τα ονομάσουν έτσι κάτι θα ξέρουν. Οπότε το μόνο που απομένει είναι να εννοούν τον λαό με την σημασία του τυχαίου κοινού. Ας προχωρήσουμε να ερευνήσουμε τι είναι αυτό το τυχαίο κοινό.


ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Ο λαός απαρτίζεται από άτομα πανέξυπνα, εύστροφα, κανονικά, χαζά και πανηλίθια. Γι’ αυτό και όταν επιλέξεις στην τύχη κάποιο άτομο και του βάλεις ν’ ακούσει ένα τραγούδι, για να του αρέσει, πρέπει να το καταλάβει. Πρέπει το τραγούδι να είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να απευθύνεται και σ’ αυτόν. Αν αυτός είναι τουλάχιστον κανονικός, έχει καλώς. Αν αυτός είναι πανηλίθιος, πώς θα τα καταφέρει;
Μια καλή τεχνική είναι το να δημιουργήσεις μια πανηλιθιότητα. Να φτιάξεις κάτι που να μπορούν να το καταλάβουν και οι εντελώς βλάκες ή και αυτοί που κάνουν τους βλάκες επειδή τους συμφέρει. Έτσι όμως υποβιβάζεις την τέχνη.
Θα είναι σαν να τραβάς στραβές γραμμές σ’ ένα άσπρο χαρτί και μετά να το αποκαλείς ζωγραφικό πίνακα. Και βέβαια είναι ζωγραφικός πίνακας και αυτό που κάνεις είναι τέχνη. Αλλά αν συνεχίσεις να φτιάχνεις πίνακες με στραβές γραμμές σε άσπρα χαρτιά και υπάρχουν κι άλλοι που ζωγραφίζουν κι αυτοί το ίδιο, θα γεμίσει ο κόσμος με πίνακες. Με πίνακες που θα είναι στραβές γραμμές σε άσπρα χαρτιά, τίποτα άλλο δε θα υπάρχει να δεις ώστε ν’ αντιληφθείς την τέχνη. Και όλοι θα είναι ευτυχισμένοι γιατί θα μπορούν να εκφραστούν μέσω της ζωγραφικής.
Όταν βγει κάποιος και ζωγραφίσει μια κοπέλα να αργοπεθαίνει στην αμμουδιά, δεν είναι λογικό να βγουν μερικοί και να υποστηρίξουν ότι ο πίνακας αυτός σε εξωθεί στο να αυτοκτονήσεις και ότι πια η τέχνη έχει γίνει εργαλείο του διαβόλου;
Ας λέει ο δημιουργός ότι αποτυπώνει στο χαρτί την ελπίδα που πεθαίνει όταν χαθεί καθετί άλλο. Ας είναι η έκφραση της κοπέλας η αποτύπωση του φόβου του θανάτου που τόσο συχνά απαντάται στον αναπόφευκτα μελλοθάνατο. Ας συμβολίζει την προσπάθεια μέχρι τέλους στα εγχειρήματα της ζωής. Ας αποτελεί το παράδειγμα για να διδαχθεί κανείς των επιχείρων της ολιγωρίας. Ας απευθύνεται σε πιο απαιτητικό παρατηρητή που θα μετακενώσει μέσα του όλα τα νοήματα της εικόνας. Αυτό που είναι ζωγραφισμένο είναι καταθλιπτικό και σατανιστικό, πάει και τελείωσε. Επειδή δε μπορεί να το καταλάβει ο οποιοσδήποτε.

Μέσα στον όχλο του λαού όμως, εκτός από τον πανηλίθιο που μόλις εξετάσαμε, υπάρχει και ο πανέξυπνος. Αυτός πώς θα αντιληφθεί το τραγούδι; Θα το βρει μάλλον ρηχό και χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Θα περιμένει μάταια ν’ ακούσει κάτι το πιο εξεζητημένο μέσα του. Θα χαρεί για λίγο με το χορό των ήχων και των λέξεων αλλά γρήγορα θα βαρεθεί.
Είναι κάτι αντίστοιχο με το να βάλεις μπροστά σ’ ένα μωρό ένα αντικείμενο. Γρήγορα θα χάσει το ενδιαφέρον του, θα το σηκώσει και θα το χτυπάει στο τραπέζι, κοιτάζοντας πέρα. Αν όμως του βάλεις δύο αντικείμενα, ακόμα κι αν είναι εντελώς ίδια, θα κοιτάζει μια το ένα και μια το άλλο, μη αποτραβώντας το βλέμμα του για περισσότερη ώρα. Όσο πιο ενδιαφέρον είναι αυτό που δημιουργείς, τόσο περισσότερη χαρά δίνεις σ’ αυτόν που απευθύνεται, για να το ανακαλύψει.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Πιστεύω ότι μ’ αυτό τελειώσαμε και με το θεματικό επίπεδο των λαϊκών τραγουδιών. Βεβαιωθήκαμε λοιπόν ότι πρέπει να τα αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε. Αλλά υπάρχει στη μέση και το τίμημα της τέχνης που κατακρημνίζεται. Πώς λοιπόν μπορείς να δημιουργήσεις κάτι για όλο τον κόσμο και να μην υποβιβάσεις το δημιούργημα; Μετά από δύο δεκαετίες που μετράει αυτό που ονομάζεται σήμερα «λαϊκή μουσική», έχει βρεθεί η συνταγή της επιτυχίας.
Ανατρέχεις σε κάτι που είναι παντοτινή και αδιαμφισβήτητη αξία. Και συνάμα ευαντίληπτο. Ένα αντικείμενο φτιαγμένο από αποτυχημένο αλχημικό πείραμα, μα που θα σε προσελκύει χωρίς να μπορείς να καταλάβεις γιατί, και θα σε κάνει χαρούμενο όταν έχεις την ευτυχία να σε πλημμυρίζει έστω και για λίγο. Αυτό δεν πρόκειται να το βαρεθεί κανένας. Και όποιος πει άσχημη κουβέντα για κάτι το αδιαμφισβήτητο, γίνεται κακός. Τι ωραία! Αλλά ποιο θα είναι το θέμα;
Να καταπιαστεί κανείς με τα κοινωνικά προβλήματα; Να μιλήσει για τις δυσκολίες της ζωής; Αυτό είναι αδύνατον αφού το θεματικό επίπεδο που χρειάζεται το εκπεριλάβαμε μόλις τώρα. Πώς θα μπορέσει να το κάνει όταν αυτός που θα κληθεί ν’ ακούσει το τραγούδι αρνείται επίμονα να σκεφτεί;

Μα, τότε ποιο άλλο θέμα θα μπορούσε να επιλέξει κανείς από το να περιφέρεσαι συνεχώς γύρω από ένα μέρος της αγάπης. Ναι, της αγάπης. Δεν παλιώνει ποτέ γιατί είναι αυτό πάνω στο οποίο λειτουργεί ο κόσμος. Αν αυτή χαθεί, θα χαθεί και καθετί άλλο. Έτσι, θα μπορεί πάντα να χρησιμοποιείται με την ίδια αποτελεσματικότητα. Κι επίσης είναι ένα θέμα που στην χτεσινή κοινωνία είχε μια συγκεκριμένη σημασία, σήμερα έχει άλλη, και αύριο θα αποκτήσει μια καινούρια, κι έτσι λύθηκε και το θέμα της εξέλιξης της μουσικής. Της ωρίμανσης, αν θέλετε των «λαϊκών» καλλιτεχνών και την καταξίωσή τους στις σταθερές του μουσικού κατεστημένου.
Χρησιμοποιώντας την ως προπέτασμα, δημιουργούν ένα μείγμα με επαληθευμένα συστατικά και το πετάνε στο πάντα πεινασμένο πλήθος. Ίσως σκεφτεί κάποιος ότι κάνω άλματα λογικής και βεβιασμένους συνειρμούς, αλλά θα τα εξηγήσω όλα εδώ, κάτι που δεν κάθεται κανένας να κάνει σ’ εμένα.

συνεχίζεται...

ΠΟΙΟΣ; ~ΜΕΡΟΣ 1~

             Χαίρετε. Ελπίζω να υγιαίνετε και να μην έχετε κάψει λαμπάκια μετά από όσα έχετε διαβάσει. Αν πάλι, έχετε υποστεί χοντρή ζημιά, πριν προσπαθήσετε να επιδιορθώσετε τη βλάβη στη συνείδησή σας, ίσως θα ‘πρεπε να σκεφτείτε αν είναι καλύτερα να την αναθεωρήσετε, με τη δοθείσα ευκαιρία.

            Έχουμε τονίσει πολλές φορές σ’ αυτό τον ιστότοπο ότι θα αναφέρονται όλα όσα είναι ανάγκη να ειπωθούν για να διερευνήσουμε ένα ζήτημα, ακόμα και όσα εκλαμβάνονται ως προσβλητικά. Πολλοί αναγνώστες παρεξηγούνται, αν και όσα γράφονται δεν απευθύνονται σε αυτούς συγκεκριμένα, και αντιδρούν με έναν τρόπο ακατανόητο.


            Αν πω ότι είναι άχρηστο να λες αναίτια ψέματα, πετάγεται κάποιος χωρίς να τον πειράξει κανένας, και φωνάζει ότι δεν έχει πει ψέματα ποτέ σε κανέναν και ότι δεν είναι σωστό να βρίζει κανείς τους ψεύτες γιατί ο καθένας μπορεί να λέει ότι θέλει και ότι έχουμε δημοκρατία και ότι είναι κρίμα και καημένος. Αν πάλι, επιλέξει να σιωπήσει, τότε θα με μισεί κρυφά και θα θέλει κάποια στιγμή, όταν του παρουσιαστεί η ευκαιρία, να μου τη φέρει, και έτσι να μου αποδείξει ότι καλό είναι να λες καμιά φορά ψέματα γιατί σε γλιτώνουν από χειρότερες καταστάσεις και αν του δοθεί η δυνατότητα θα θελήσει να δείξει ότι σε τελική ανάλυση μόνο οι ψεύτες και οι λωποδύτες έχουν καταφέρει κάτι στη ζωή τους και οι υπόλοιποι είναι τα κορόιδα.
            Υπάρχουν επίσης άτομα που ρωτάνε στην αρχή γιατί υποστηρίζω αυτή τη θέση, και όταν ξεκινάω να τους απαντήσω, μετά από εφτά λέξεις μου λένε ότι καλύτερα να ασχολούμαι με πράγματα διαφορετικά από φιλοσοφίες και δυσνόητους συνειρμούς. Όποιες κι αν είναι οι εφτά λέξεις.
Ίσως να πω: «Σου έχουν πει ποτέ αναίτια ψέματα και…» ή ίσως: «καρέκλα δρόμος μπάλα ταξίδι ουρανός ζούγκλα γαϊδούρι», το αποτέλεσμα είναι το ίδιο ακριβώς. Αρκεί οι λέξεις να είναι εφτά, και ο αριθμός δεν είναι τυχαίος.

Και με το να χαρακτηρίζει τα αναίτια ψέματα φιλοσοφίες και ανόητους συνειρμούς, θεωρεί ότι λίγοι καταλαβαίνουν τι είναι γιατί αποτελούν επιστημονική ορολογία του κλάδου της ψυχολογίας ή αντικείμενο συζήτησης επαγγελματιών φιλοσόφων. Αυτοί δηλαδή που είχαν πάντα σαν όνειρο της ζωής τους να σπουδάσουν φιλοσοφία ή κάτι παρεμφερές. Μόνο αυτοί έχουν το δικαίωμα να πραγματεύονται με αυτά τα ζητήματα. Οι υπόλοιποι απαγορεύεται.

            Άλλος πάλι, υποστηρίζει ότι δεν έχω δίκιο, γιατί αυτό που λέω είναι παιδαριώδες. Έχω παρασύρει τη συζήτηση εκεί που θέλω με τεχνάσματα και κάνω αυτό που λέω εγώ να φαίνεται χρυσός κανόνας και την συμπεριφορά που είναι διαφορετική από τη δική μου προφανώς γελοία. Κι αυτός πάλι ορκίζεται ότι δεν έχει πει ψέματα ποτέ στη ζωή του σε κανέναν.
«Και ποιο είναι το σωστό τότε;» εύκολα θα ρωτήσω.
            «Ε, τώρα τι ρωτάς κι εσύ. Λες και δεν καταλαβαίνεις.»
            Όχι, δεν καταλαβαίνω. Και δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβω, γιατί αυτός ο άλλος ποτέ δε μου εξηγεί μέχρι το τέλος τι εννοεί.
            Γι’ αυτό κι εγώ άρχισα να συμπεριφέρομαι «προσβλητικά» και «αγενέστατα» επειδή υποστηρίζω τη γνώμη μου και ενοχλούνται μερικοί άνθρωποι. Αλλά πώς όμως; Επειδή μόνοι τους βάζουν τους εαυτούς τους στη θέση του προσβαλλόμενου. Φαίνεται αδύνατον, κι όμως συμβαίνει. Ανάβω μια φωτιά, ο άλλος τη βλέπει και πέφτει μέσα από μόνος του, και μετά μου λέει ότι τον έκαψα.

            Υπάρχουν εμπειρίες κι εμπειρίες σ’ αυτή τη λίγη ζωή. Άλλες σε εξωθούν να τις εξιστορήσεις, να τις εκμυστηρευτείς και να τις μοιραστείς. Άλλες παλεύουν να βγουν στην επιφάνεια, καίγοντας το μυαλό στην πορεία τους προς την έξοδο. Κι άλλες κρύβονται στους σκοτεινούς έλικες του εγκεφάλου, πείθοντάς τον ότι δεν υπήρξαν ποτέ. Αλλά όσο λιγότερες είναι, τόσο λιγότερο θα αφυπνιστείς στη διαδικασία της διερεύνησης των πραγμάτων και των εννοιών που σε περιβάλλουν.
            Πρόσφατα έφυγα από τη μεγαλούπολη και πήγα για τρεις μήνες στη γενέτειρά μου, στην επαρχία, όπου η ζωή κυλάει πιο αργά. Εκεί που δε χρειάζεται να κάνεις και τόσα πολλά όσα στην πρωτεύουσα γιατί κανένας δε σε αναγκάζει. Κανένας δε φωνάζει και κανένας δεν τρέχει να προλάβει γιατί δεν υπάρχει κάτι να προλάβει κανείς.

            Αλλά από την άλλη μεριά, λείπουν οι γρήγορες εμπειρίες που κάνουν το μυαλό να δουλεύει εξίσου γρήγορα για να τις προλάβει. Ο νους δεν ακονίζεται και στομώνει από τη συνήθεια της αργής επανάληψης των καθημερινών ασχολιών. Κι έτσι, υπάρχουν συντριπτικά λιγότερες καταστάσεις που θα σε σπρώξουν να τις σχολιάσεις από αυτές που συμβαίνουν στην μεγάλη πόλη.
            Πρόσφατα όμως επέστρεψα και δεν το μετανιώνω, γιατί είμαι ακόμα νέος. Και θέλω να κάνω μερικά πράγματα τώρα που είναι δυνατόν γιατί μετά δε θα μπορώ. Όπως, μεταξύ άλλων, και να σχολιάζω πέρα από την καθημερινότητα με καυστικό τρόπο, ίσως και εριστικό, όπως είπαμε παραπάνω. Δε θεωρώ τα θέματα πέρα από την καθημερινότητα αυτά που συμβαίνουν μακριά από την Ελλάδα. Ούτε και όσα γίνονται λιγότερο συχνά.

Ένας πολιτικός μπορεί να βγει στην τηλεόραση και να πει κάτι ‘ αν το σχολιάσω, αυτός αύριο θα βγει και θα πει άλλα. Οπότε αυτό είναι θέμα καθημερινότητας, το πώς αντιδράει ο κάθε ένας τη σημερινή μέρα. Γιατί αυτός ο ένας θα μπορούσε να είναι ένας από εμάς, εγώ ή εσύ. Ο πολιτικός ή ο σχολιαστής. Αν καταπιαστώ με τα θύματα ενός τυφώνα στη Χαβάη, αυτό είναι θέμα καθημερινότητας, αλλά όχι της δικής μου καθημερινότητας. Γι’ αυτούς εκεί είναι τόσο συχνό το φαινόμενο, όσο η λαϊκή αγορά που γίνεται εδώ την ίδια μέρα κάθε εβδομάδας.
Αυτά τα δύο ενδεικτικά παραδείγματα μας δείχνουν ότι πρέπει να προσέχουμε τις κακοτοπιές που είναι μπροστά μας, αλλά τί γίνεται με όσες δεν είναι φανερές με την πρώτη ματιά; Και ίσως να είναι μπροστά στα μάτια μας και να μην τις βλέπουμε ή να είμαστε μαθημένοι ότι αυτά που βλέπουμε είναι σεντόνια και όχι φαντάσματα.


συνεχίζεται...



Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα