POKKA KAI ΕΧΘΡΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ

.

ΠΟΙΟΣ; ~ΜΕΡΟΣ 6~

ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ
Και ερχόμαστε στο πολυαναμενόμενο πείραμα! Ακολουθήστε τα βήματα προσεκτικά, μετά από εμένα και διασκεδάστε μαζί μου, γιατί κάθε φορά πιάνει. Και κάτι που πιάνει κάθε φορά, μπορούμε να παραδεχτούμε ότι ισχύει σχεδόν αδιαμφισβήτητα. Και λέμε σχεδόν, γιατί οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την πιθανότητα κάποια μεμονωμένα περιστατικά να μοιάζουν εκπληκτικά με τον κανόνα, αλλά να είναι στην πραγματικότητα εντελώς διαφορετικά.

Έβαλα στο ραδιόφωνο ένα γνωστό σταθμό με «λαϊκά» τραγούδια. Χωρίς να επιλέγω με βάση οποιοδήποτε χαρακτηριστικό γνώρισμα ή να μεριμνώ υπέρ κάποιου καλλιτέχνη, μια τυχαία χρονική στιγμή, επέλεξα ένα τυχαίο στίχο από ένα τυχαίο τραγούδι, και τον έγραψα σ’ ένα χαρτί.
Ύστερα περίμενα ένα τυχαίο πάλι χρονικό διάστημα, και έγραψα πάλι ένα τυχαίο στίχο από ένα τυχαίο τραγούδι. Επανέλαβα τη διαδικασία αρκετές φορές, μέχρι που κατάλαβα ότι ήταν ώρα να δω το αποτέλεσμα. Που μάλλον ήδη θα έχετε μαντέψει.

Δυστυχώς έμοιαζαν όλοι να προέρχονται από το ίδιο τραγούδι. Μερικοί έκαναν και ομοιοκαταληξία, αλλά δεν είναι εκεί το ζητούμενο. Αυτό που θέλω να καταδείξω είναι η περίτρανη πια αδαμάντινη αλήθεια που περιζώνει όλα τα παραπάνω επιχειρήματα. Ότι τα «λαϊκά» τραγούδια, με τον τρόπο που τα θεωρούμε έτσι σήμερα, από όταν δημιουργήθηκαν μέχρι τώρα, μιλάνε συνεχώς για τα ίδια ακριβώς πράγματα χωρίς να λένε ουσιαστικά τίποτα, και παρ’ όλα αυτά να συνεχίζεται η ύπαρξή τους με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό.

Αυτό συμβαίνει όχι μόνο με ολόκληρο το στίχο αλλά και με τις χαρακτηριστικές λέξεις που, όπως περιέγραψα παραπάνω είναι οι σημαντικές και δίνουν όλο το πνεύμα του στίχου και κατ’ επέκταση του τραγουδιού. Όταν έχουμε μπροστά μας πολλούς τυχαίους στίχους επιλεγμένος με την παραπάνω διαδικασία και πάρουμε από αυτούς τις σημαντικές λέξεις, θα δούμε ότι είναι ακριβώς οι ίδιες, ανεξαρτήτως από στίχο, τραγούδι, καλλιτέχνη, χρονολογία και ύφος. Έτσι, το Πείραμα μας δείχνει ότι αυτό διακατέχει ολόκληρο το ιδίωμα των «λαϊκών» τραγουδιών.
            Μη φανταστείτε το Πείραμα ιδιαίτερα χρονοβόρο και ογκώδες. Δεν είναι για πολλή ώρα. Ύστερα από ένα σημείο, ο επόμενος τυχαίος στίχος θα λέει κάτι που έχει πει ήδη ένας προηγούμενος.

Στον ορισμό του «λαϊκού» τραγουδιού που παραθέσαμε παραπάνω, οι στίχοι χρησιμεύουν σαν γέφυρα, όταν ξέρεις τι πράγμα ζητάς αλλά είναι αδύνατο να εκφραστείς με τα λόγια. Κι αυτό συμβαίνει γιατί οι διαρκώς επαναλαμβανόμενες ελάχιστες λέξεις έχουν ατροφήσει στον εκ γενετής αειμανθάνον νου την ικανότητα της λεξιπλασίας. Και ο μόνος τρόπος που απομένει να μιλήσει κανείς ωραία είναι με τους έτοιμους γραμμένους στίχους ενός τραγουδιού που είναι ευνόητο, προσβάσιμο, γενικά αποδεκτό, μοδάτο και αστείρευτο. Μόνο με το επίπεδο και τα μετρημένα νοήματα που προσφέρει. Και επειδή αυτά που προσφέρει είναι ωραία, ίσως σκεφτείς ότι δε χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Αν έξω βρέχει, και πεις «βρέχει, βρέχει, πόσο βρέχει» και κάποιο άτομο ανεξαρτήτως φύλου γελάσει με το αστείο, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Μπορείς κι εσύ να γελάσεις με την ανοησία της στιγμής, χρησιμοποιώντας την ευκαιρία που σου δόθηκε για να γεφυρώσεις την αδιαφορία με τη συζήτηση, να κουνήσεις το κεφάλι με λύπη ή και τα δυο.

Εγώ προσωπικά θεωρώ το γεγονός αυτό τουλάχιστον πολύ επικίνδυνο. Γιατί εκτός από μια έκφανση ενός πολιτισμού στην οποία αυτό το γεγονός είναι παρατηρήσιμο, μπορεί κανείς να δει και ανάμειξη των διάφορων πολιτισμών μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, που να χάνεται η ταυτότητα του καθενός. Όταν τα όρια των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων σβηστούν, ότι είναι δικό σου είναι και δικό μου και το αντίστροφο. Αλλά μια μέρα θα έρθεις και θα μου πεις ότι αυτό που εγώ είχα όχι μόνο είναι δικό σου, αλλά ήταν και από πάντα.



ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΟ

Ύστερα από όλο αυτό το ογκώδες κείμενο, μόνο σε ένα ερώτημα που δεν κατάφερα να βρω ούτε καν την παραμικρή πλησιέστερη εξήγηση στην απάντηση. Μερικοί τη θεωρούν αυτονόητη, αλλά δε μου λένε γιατί μου κρατάνε μούτρα, επειδή νομίζουν ότι λέω άσχημα πράγματα για τη μουσική που αγαπάνε.
Μα, δεν υποστηρίζω το παραμικρό. Ουσιαστικά δεν είπα τίποτα δικό μου, εκτός από στιγμές που έλεγα: «έχω τη γνώμη ότι…» ή «προσωπικά νομίζω» και τα λοιπά. Αλλά αυτές τις γνώμες τις εξέφρασα για να εξωθήσω τον καθένα που έχει διαφορετικές να μου τις πει (επιτέλους) και να με βγάλει από έναν ανεμοστρόβιλο πλάνης που ίσως να βρίσκομαι. Δυστυχώς όμως, το μόνο που αντιμετωπίζω είναι σιωπή και απέχθεια.

Δεν κάνει έτσι ο κόσμος. Αν ένα παιδί ρίξει κάτω ένα βάζο και το σπάσει, καλό είναι να του δώσεις ένα μικρό και παιδαγωγικό χτύπημα, και να του πεις αυστηρά ότι αυτό που μόλις έκανε είναι κακό. Αν δεν του πεις τι κακό έκανε, φυσικό δεν είναι να νευριάσει μαζί σου και να ρίξει κάτω το σύνθετο με τα σερβίτσια; Δίκιο δε θα ‘χει;
Εσύ που το παίζεις ότι ανησυχείς για το μέλλον των παιδιών μας, αν δεις έναν μεγάλο κάνει κάτι αντίστοιχο που δεν πρέπει, δε θα του το πεις; Ίσως και δημόσια για να τον ντροπιάσεις, δίνοντας το ταιριαστό παιδαγωγικό στοιχείο σ’ αυτό που θα του πεις;

            Έμεινα με την ερώτηση στα χέρια. Βέβαια, ίσως και να ήταν μπροστά στα μάτια μου όλη αυτή την ώρα. Άκουσα στο Πείραμα περίπου τα εξής:

            έφυγες και μ’ άφησες χωρίς ουτ’ ένα αντίο
            για σένα παραστράτησα, τη ζωή μου παράτησα
            μακριά σου τώρα ζω την καινούρια μου ζωή
κάρφωσέ με στην καρδιά, συνήθισα στην απονιά
έφαγες άκυρο από μένα, σου άξιζε αυτή η συμπεριφορά
           
Τα υπόλοιπα μπορείτε να καταλάβετε εύκολα ότι κυμαίνονται στο ίδιο μοτίβο. Αλλά δε λέει πουθενά ποιος! Γι’ αυτό και ονόμασα έτσι το κείμενο.

Ποιος έφυγε και σ’ άφησε χωρίς αντίο; Ποιος σε κάρφωσε στην καρδιά; Από ποιόν ζεις μακριά την καινούρια σου ζωή; Οι ερωτήσεις δεν φαίνεται να έχουν τέλος. Τι τρομερή πλύση εγκεφάλου υπέμεινα όταν μου πέρασε αυτή η σκέψη. Το «ποιος;» ήταν παντού! Έτσι κι εγώ ρώτησα τον Γιατρό. Ευτυχώς με καθησύχασε με τη γνωστή, φλεγματική και αποστομωτική του απάντηση.
ΕΓΩ          : «Γιατρέ; Γιατρέ;»
ΓΙΑΤΡΟΣ : «Λέγε, παιδί μου».
ΕΓΩ          : «Δε μου λες γιατί με βασανίζει, εσύ μήπως ξέρεις ΠΟΙΟΣ;»
ΓΙΑΤΡΟΣ : «Εξηνταεφτά – μηδέν»!

            Σας ευχαριστώ που διαβάσατε αυτό το ομολογουμένως ογκόδες πράγμα. Από τα βάθη της καρδιάς μου εύχομαι σε όλους και όλες εσάς καλές γιορτές, ευτυχισμένο να είναι το 2011 αλλά και όλα τα χρόνια που θα ακολουθήσουν και θα προλάβουμε.
Πώς; Το «ογκόδες» είναι λάθος γραμμένο; Το ξέρω. Τι; Δεν πειράζει; Εσένα, γιε μου, σου ταιριάζει ένας λαγός στο κεφάλι!
Λαγός μεγάλος, σαν αυτόν!

ΠΟΙΟΣ; ~ΜΕΡΟΣ 5~

Για τι είναι χρήσιμα τα «λαϊκά» τραγούδια τέλος πάντων: Όταν ξεκίνησα να διαχωρίζω τα επιχειρήματα στο μυαλό μου, είχα ξαπλώσει στο ερευνητικό τραπέζι τα «λαϊκά» τραγούδια. Αλλά τι είναι αυτά όμως; Τα «λαϊκά» τραγούδια δεν είναι μόνο όσα έχουν μπουζούκι μέσα. Τα ρεμπέτικα χρησιμοποίησαν το μπουζούκι πολύ πιο πριν. Επίσης άλλα είδη μουσικής έχουν μπουζούκι μέσα, και κάθε άλλο παρά λαϊκά χαρακτηρίζονται.
Δε θα αναφέρω κανένα όνομα πουθενά, για να μη θεωρηθεί ότι μεριμνώ υπέρ ορισμένων καλλιτεχνών και για να δείξω ότι σημασία δεν έχει ο τίτλος αλλά η έννοια.

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο κόσμος ήταν βυθισμένος σε μια κατάσταση τρομοκρατούμενη, όλοι ήθελαν να έχουν ειρήνη και πάλι και να μην κυβερνούνται από τον φόβο και το θάνατο. Λογικό είναι να συσσωρεύονται άσχημα συναισθήματα και να καταπιέζονται μέσα στην ανθρώπινα ψυχή για πολλά χρόνια. Αυτό δεν ξεπερνιέται μέχρι να πεθάνεις. Αλλά εκείνη τη στιγμή που τα ζεις αυτά, θέλεις να τα βγάλεις προς τα έξω. Καίνε μέσα σου. Θέλεις να αναπνεύσεις ελεύθερος ξανά.
Δημιουργήθηκαν κατ’ αρχήν ορισμένα απαγορευμένα «πράγματα» είτε αυτό λέγεται το να γράφεις τραγούδια είτε το να σκέφτεσαι την επανάσταση είτε το να ελπίζεις να γεράσεις ευτυχισμένος.
Μετά το τέλος του Πολέμου, η ξαφνική ελευθερία έδωσε τόπο στην απότομη δημιουργία. Όλοι αυτοί που περίμεναν, τώρα ήρθε η ώρα να κάνουν αυτό που τόσο λαχταρούσαν. Γενικά οι τέχνες είδαν μια άμετρη άνθιση η οποία τροφοδοτούνταν συνεχώς από ευγενή άμιλλα. Ο καθένας ήθελε να ξεπεράσει τον άλλον και συνέχιζε να κάνει αυτό στο οποίο ήταν καλύτερος όχι για να τον καταστρέψει αλλά για να χαρεί που του δόθηκε έστω η ευκαιρία να ακμάσει. Από την ανάγκη να δημιουργήσει και όχι να εκμηδενίσει τον αντίπαλο. Γιατί ο «αντίπαλος» (μπορεί να ερμηνευθεί και ετυμολογικά) δεν ήταν εχθρός του αλλά φίλος του.
Οι καλλιτέχνες οποιασδήποτε ενασχόλησης τότε ήταν νέοι και έκαναν ότι έχουν την τάση οι νέοι να κάνουν. Δηλαδή οτιδήποτε. Τώρα τους αναπολούμε λέγοντας: «κοίτα τι κάνανε αυτοί τότε. Παλιά χρόνια, ευτυχισμένα, ανέμελα. Τότε ήταν ωραία. Τώρα αυτοί είναι θρύλοι. Μακάρι να τους μοιάζαμε.» Αλλά όποιος φοράει τη κορώνα δεν είναι οπωσδήποτε ο βασιλιάς.
Ήρθε η χούντα και ξαναβύθισε την Ελλάδα σε μια εποχή συνεχούς μίσους, σε μια κατάσταση πολέμου με τους εαυτούς μας. Διήρκεσε λίγο, αλλά όσοι έζησαν τη χούντα δεν πιστεύω να ζούσαν με τη σκέψη ότι σε λίγα χρόνια θα τελείωναν όλα. Και αν το σκέφτηκαν, δεν ήξεραν πόσα θα ήταν αυτά τα λίγα χρόνια.
Το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης υφηλίου δεν απασχολούνταν με το τί γινόταν εδώ. Συνέχιζε την άνθιση και την πορεία του προς τις νέες ανακαλύψεις. Οπότε όταν έπεσε η χούντα, η Ελλάδα έκανε ταχύρρυθμα μαθήματα ανάπτυξης, για να μπει επιτέλους στο ατελείωτο πάρτι από τη μέση της δεκαετίας του ’70 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1989.
Έγινε χαμός. Ποπ, ροκ, έντεχνο, ρεμπέτικο, λαϊκό, νεορεαλισμός, μέταλ, σουρεαλισμός, γοτθισμός, νεορομαντισμός, και άλλοι πολλοί όροι που δεν είναι επί του παρόντος θέματος, έκαναν την εμφάνιση ή την επανεμφάνισή τους. Το φαινόμενο δεν εξηγείται έτσι απλά. Εδώ μόνο μπορούμε να πούμε ότι δε μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι ήταν οι χρυσές μέρες που γνώρισε ο κόσμος.
Κάποια στιγμή, οι μέρες αυτές δυστυχώς τελείωσαν. Πολύ κρίμα, γιατί μου άρεσαν. Στις αρχές του ’90 υπήρχαν απομεινάρια που κρατιούνταν ακόμα ζωντανά, μα όλα έδειχναν ότι έπαιρναν τον κατήφορο ξανά, και όχι από πόλεμο αυτή τη φορά.
Μιλώντας πάντα για την ελληνική μουσική σκηνή, άρχισε να τελειώνει το ενδιαφέρον του κόσμου για τα ροκ και τα ποπ και ότι άλλο έκανε το παρελθόν να είναι αυτό που είναι. Επίσης υπήρχαν κάποιοι συγκεκριμένοι ρεμπέτες που τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν δημιουργήσει ένα σταθερό κοινό και καταξιώθηκαν. Η πτώση από την άνθιση στην επανάληψη ήταν απότομη και σκληρή. Όσοι νέοι καλλιτέχνες επέλεγαν συγκεκριμένη μουσική για ν’ ασχοληθούν, είναι επειδή είχαν βιώματα.

Πολλοί μπορεί να σκεφτούν ότι το παρελθόν των «λαϊκών» τραγουδιών είναι ένδοξο, οφείλει σεβασμό και αισθάνονται περήφανοι που πάτησαν πάνω σε ένα τόσο στέρεο δημιούργημα για να εκφραστούν. Από την πλευρά μου αποτίω μέγιστο σεβασμό στις προσωπικότητες του παρελθόντος που αφιέρωσαν ολόκληρη τη ζωή τους στο να είναι αληθινοί, πρωτίστως στον εαυτό τους, και να εκφράζονται διευρύνοντας τα όρια της τέχνης ωθούμενοι από την ανάγκη να βγάλουν αυτό που είχαν μέσα τους. Αλλά εγώ λυπάμαι τους παροντικούς γιατί πήραν μια αξιοθαύμαστη μουσική κληρονομιά και ξέπεσαν γοργά σ’ αυτό που είναι σήμερα, μην αφήνοντας χώρο ούτε για εξέλιξη ούτε για άνοδο.

Είναι σαν ένα ποτό του οποίου τα συστατικά δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Όταν ξεκινάς να το ανακατεύεις είναι ωραίο γιατί γεύεσαι κάθε στρώμα ξεχωριστά, και η εναλλαγή των γεύσεων το κάνει ακόμα πιο μεθυστικό, που θες να ξαναπαραγγείλεις το ίδιο. Όταν πια το ανακατέψεις εντελώς θα είναι πάλι ωραίο, αλλά τότε δυστυχώς δε θα υπάρχει η εναλλαγή των γεύσεων και το χειρότερο ‘ δε θα υπάρχει τίποτα για να ανακατέψει κανείς. Και μετά από αρκετά τέτοια ποτά, θα μεθύσεις εντελώς και θα είναι η ώρα να σταματήσεις και να πας σπίτι, αν δε θες να είσαι αλκοολικός και να πίνεις δίχως λόγο.
Ξαναδιαβάστε τις διάφορες εποχές που περιέγραψα παραπάνω και διαλέξτε ποια είναι αυτή με το ποτό λίγο ανακατεμένο, ποια αυτή με το μεθύσι και ποια αυτή με τον αλκοολισμό.


Γιατί βάζω τα «λαϊκά» τραγούδια σε εισαγωγικά: Όταν λέω σε ένα φίλο μου να πάμε σε μαγαζί με λαϊκή μουσική, ούτε εγώ αλλά ούτε κι αυτός εννοούμε αυτή που παράγεται σήμερα και ονομάζεται έτσι. Στα μπουζούκια της μεγαλούπολης, υπάρχει το Μεγάλο Όνομα, ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης από την ένδοξη εποχή των λαϊκών τραγουδιών, και οι υπόλοιπο που είναι αποκάτω. Αυτοί προσπαθούν να εισέλθουν σιγά – σιγά στο πάνθεον των παλιών λαϊκών τραγουδιστών (γιατί κατά συντριπτική πλειοψηφία πρόκειται αποκλειστικά περί τραγουδιστών), προσπαθώντας να επαναλάβουν αυτό που κάνουν με σκοπό ο λαός στον οποίο απευθύνονται να τους τοποθετήσει στο παραπάνω ξεχωριστό μέρος της συνείδησής του επειδή θα τους έχει συνηθίσει.

Μετά από αρκετά χρόνια και συνεχείς εμφανίσεις, αυτοί θα είναι πια το μεγάλο όνομα, αφού οι πρώτοι θα έχουν αποσυρθεί πια από την ενεργό δράση έχοντας πλήρη οικονομική άνεση για οποιαδήποτε πολυτέλεια χωρίς να κάνουν τίποτα απολύτως, αν δεν έχουν πεθάνει ήδη.

Κι εδώ έγκειται η διαφορά: αν ακούσεις τραγούδια του παλιού και τραγούδια του καινούριου δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές, θα διαπιστώσεις εύκολα ότι πρόκειται για άλλη μουσική. Και συνεπώς, αν ονομάσουμε την παλιά λαϊκή, τότε υποχρεωνόματε αναγκαστικά τη νέα να την αποκαλέσουμε αλλιώς. Αν η νέα θεωρείται λαϊκή, τότε η παλιά ήταν κάτι άλλο. Όμως τα παλιά είναι αυτά που είναι σωστό να ονομάζονται λαϊκά τραγούδια (χωρίς παρενθέσεις αυτή τη φορά) γιατί προϋπήρξαν και τότε εφευρέθηκε το είδος και ο ορισμός. Αλλά όμως και τα νέα αυτά παρόμοια τραγούδια έχει επικρατήσει να ονομάζονται λαϊκά χωρίς να είναι. Γι’ αυτό και χρησιμοποιώ τα εισαγωγικά, για να μην υπάρχει χώρος για παρανοήσεις.

συνεχίζεται στο 6ο και τελευταίο μέρος...

ΠΟΙΟΣ; ~ΜΕΡΟΣ 4~

Πρώτον: επαναλαμβάνονται οι ίδιες απλές λέξεις και φράσεις. Μερικά απλά επίθετα για να συμπληρωθεί η ομοιοκαταληξία και μια συγκεκριμένη έκδοση της ελληνικής γλώσσας που συναντάται αποκλειστικά και μόνο στην πρωτεύουσα. Την οποία και ο ακροατής έχει υποχρέωση να μάθει, αν θέλει να λέει ότι είναι μέσα στις εξελίξεις. Αν μιλάνε και αλλού έτσι, είναι γιατί προσπαθούν να μοιάσουν αντιγράφοντας, χωρίς να έχουν οι ίδιοι ταυτότητα κι εαυτό.

Δεύτερον: Δεν υπάρχουν συγκροτήματα, αλλά μόνο καλλιτέχνες, με καταδεικτική αδιαφορία στην αναφορά των λοιπών ιθυνόντων του εγχειρήματος. Στο τραγούδι ακούς δέκα όργανα, αλλά μόνο ο τραγουδιστής ή η τραγουδίστρια ονομάζονται και φωτογραφίζονται. Τα ονόματα των υπολοίπων γράφονται στην τελευταία σελίδα, λίγο πριν την προειδοποίηση να μην αφήνεται ο δίσκος πάνω σε σκληρές επιφάνειες γιατί θα χαλάσει.


Ποιοί είναι αυτοί;
Τρίτον: για να είναι τόσο ασήμαντοι αυτοί οι σκλάβοι και να φαίνονται μόνο σε μια γωνιά, εξηγεί την επίσης πλήρη απουσία αυτοσχεδιασμών. Δεν υπάρχει σημείο σε κανένα τραγούδι που να ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον (εκτός από τον τραγουδιστή), για να εκφραστεί μέσω του παιξίματός του. Τα κομμάτια που ακούγονται μπορεί να τα παίξει οποιοσδήποτε, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Κι έτσι…


Τέταρτον: …είναι πλήρως αντικαταστάσιμοι, και ολιγόμισθοι. Όταν κάποιος από το πλήρωμα του συγκροτήματος αποχωρήσει και στον επόμενο δίσκο θα είναι ένας άλλος, κανένας δε θα το καταλάβει. Δε μπορεί κανείς να πει με σιγουριά αν κάθε φορά είναι διαφορετικοί στις ζωντανές εμφανίσεις, στα επόμενα χρόνια ή ακόμα και στο επόμενο τραγούδι. Κανένας δε βγήκε ποτέ να τους ευχαριστήσει.


Πέμπτον: ο κάθε δίσκος έχει μέσα ένα τραγούδι άκρως απομνημονεύσιμο, που παίζεται στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, γίνεται βίντεο κλιπ και τραγουδιέται από όλους συνέχεια, για λίγο καιρό. Υπάρχει κι άλλο ένα που είναι λιγότερο απομνημονεύσιμο, αλλά εξίσου χαριτωμένο και συμπαθητικό. Σε σπανιότατες περιπτώσεις που υπάρχει και τρίτο τέτοιο τραγούδι, όταν και ο δίσκος χαρακτηρίζεται από όλους μνημειώδης, αυτό είναι σαν το δεύτερο, αλλά ελαφρώς μικρότερης διάρκειας για να αποσείσει τις υποψίες διαφόρων εξερευνητών (αλλά όχι τις δικές μου). Τα υπόλοιπα δεν περιέχουν κανένα απολύτως νόημα και υπάρχουν μόνο και μόνο για να γεμίσει ο δίσκος και να είναι η τιμή του πιο υποφερτή. Πληρώνεις δυο-τρία τραγούδια στην τιμή των δέκα.


Έκτον: κανένα τραγούδι δεν έχει διάρκεια πάνω από πέντε λεπτά. Συνήθως είναι τρία λεπτά, όσα ακριβώς χρειάζεται για να παιχτεί στο ραδιόφωνο. Μερικά φτάνουν και τα τέσσερα με πέντε στην πιο ακραία περίπτωση, αλλά μέχρι εκεί. Αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει γιατί με τόσο περιορισμένο το χώρο έκφρασης, από ένα σημείο κι έπειτα δεν υπάρχει κάτι για να πει κανείς εκτός από το να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια.


Έβδομον: Έφυγες, ήρθες, με παράτησες, με λάτρεψες, σου τα χάρισα, μετάνιωσες, ξαναέφυγες, ξαναήρθες, κατάλαβες, αχαριστία, με αγάπησες, μοναξιά, φταις, χτύπος, πίνω, σκοτάδια, τσιγάρο. Κάτι τέτοια με έκαναν να σκεφτώ Το Πείραμα, που θα βρείτε ενδιαφέρον λίγο πιο κάτω.


Όγδοον: Αυτή η παρατήρηση δεν αναιρεί τη 2, 3 και 4 αλλά επισημαίνεται γιατί δεν είναι σωστό να τους βάζουμε όλους στο ίδιο καζάνι, πρέπει να αποδεχτούμε κι αυτήν εδώ την πιθανότητα. Τώρα τελευταία ένας καλός μου φίλος μου επέστησε την προσοχή σε μια καλά κρυμμένη πληροφορία. Τα όργανα που ακούγονται σε όλα τα «νεολαϊκά» τραγούδια μοιάζουν εκπληκτικά μεταξύ τους, άσχετα με οποιοδήποτε κριτήριο διαχωρισμού. Δηλαδή σχεδόν ότι και να βάλεις ν’ ακούσεις, αν βγάλεις τη φωνή θα απομείνει ένας γενικά ίδιος ήχος. Ο φίλος μου αυτός μου εξήγησε ότι δεν πρόκειται για ήχο οργάνων αλλά για υπολογιστή.
Ο ήχος του τραγουδιού δημιουργείται όταν ένας υπολογιστής προγραμματίζεται να φτιάξει ένα συγκεκριμένο σύνολο ήχων εκ του μηδενός, που αποκαλείται «τραγούδι». Ο υπολογιστής αυτός λοιπόν, έχει προηχογραφημένες όλες τις νότες που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για πολλά όργανα. Ο ηχολήπτης τις συνδυάζει με τη βοήθεια των κατάλληλων προγραμμάτων, κι έτσι τα μέρη των μουσικών οργάνων είναι σύντομα έτοιμα. Ο καλλιτέχνης πηγαίνει στο στούντιο όπου ο ηχολήπτης έχει ολοκληρώσει την προεργασία αυτή, και προσθέτει τη φωνή του στο προϋπάρχον κομμάτι.
Τί γίνεται με το υπόλοιπο «νεολαϊκό» μουσικό στερέωμα όμως; Ποιες ενέργειες θα κάνει ένας άλλος καλλιτέχνης για το δικό του δίσκο; Μα, τι άλλο από το να πάει κι αυτός σε παρόμοιο μέρος. Αν δεν πάει στο ίδιο στούντιο με τον πρώτο, θα πάει σε άλλο που θα κάνει παρόμοια δουλειά με παρόμοια προγράμματα.
Σ’ αυτό το σημείο αναρωτήθηκα : τα ίδια προγράμματα, οι ίδιοι ήχοι, οι ίδιοι στίχοι, τι φτιάχνουν; Δε θ’ απαντήσω εγώ για τον αναγνώστη, θα τον αφήσω ν’ απαντήσει ολομόναχος, αλλά όχι ακόμα. Έχουμε κι άλλα επιχειρήματα να εξετάσουμε.
Αυτό που διαπίστωσα και μόνος μου, προσέχοντας τις διακυμάνσεις και τις εναλλαγές των οργάνων συγκεκριμένα και όχι γενικά το κάθε κομμάτι σαν ολότητα είναι ότι ο περίπου ίδιος ήχος είναι φανερός ακόμα κι αν συμπεριλάβεις και τις φωνές που ακούγονται. Αυτό ενισχύει ακόμα περισσότερο τα συμπεράσματα του Πειράματος, που θα δούμε αμέσως παρακάτω.


Ένατον: Τα δύσκολα θέματα όπως η εκδίκηση, η μισαλλοδοξία, ο εθισμός, η προδοσία, η ειλικρινής συγγνώμη και άλλα συναφή είναι ξεγραμμένα από τον κατάλογο των «λαϊκών» τραγουδιών. Γιατί ο ακροατής φοβάται να τα αντιμετωπίσει. Μπορεί να πληρώσει χρήματα για να απαλύνει την ψυχή του ή του συνανθρώπου του. Ίσως αδιαφορήσει εντελώς, ξέροντας ότι η κατάσταση που του παρουσιάστηκε θα χαθεί μέσα στον κυκεώνα της ανωνυμίας της μεγαλούπολης που υποτίθεται ότι πρέπει να ζεις. Αν δε ζεις στη μεγαλούπολη, δε μπορείς να ελπίζεις ότι θα εξαφανιστείς στο πλήθος, και τα «λαϊκά» τραγούδια δε σου λένε τι γίνεται τότε.
Αλλά ποτέ, μα ποτέ, ο ακροατής δε θα βρεθεί απέναντι από την αλήθεια. Αν βρεθεί, δε θα ξέρει τι να κάνει ή θα πέσει μέσα στο λάκκο με την πίσσα, κάνοντας κάτι άσχετο με τα γεγονότα. Υπάρχουν άλλοι να το κάνουν, αυτοί που ξέρουν από την πραγματική ζωή και που πληρώνονται γι’ αυτό. Υπάρχουν και άτομα έτοιμα να θυσιάσουν τα πάντα, και που δουλειά τους είναι να καθαρίζουν τις βρωμοδουλειές άλλων που προσπαθούν να κάνουν τους στίχους που ακούνε πραγματικότητα.


Δέκατον: Αν τα λαϊκά απευθύνονται εκεί που λέει η λέξη «στο λαό», έχω τη γνώμη πως πολύ λίγοι πια από τον απλό λαό έχουν την ευχέρεια να ασχοληθούν μ' αυτά. Όταν χρειάζεται να μετράς τα ωραία σου λεφτουδάκια που είχες σκοπό να διοχετεύσεις κάπου όπου χρειάζεται ή να αναβάλλεις αυτό που χρειάζεσαι για λίγο καιρό, με σκοπό να πας να διασκεδάσεις για μια βραδιά «λαϊκά», μάλλον αυτό που κάνεις δεν είναι λαϊκό αλλά πλουσιοπάροχο ή δυσβάσταχτο οικονομικά ή δεν ξέρω κι εγώ τί άλλο, μα σίγουρα όχι για την τσέπη σου.


Γιατί δε βρήκα την αγάπη και τον έρωτα: Μοιάζουν πολύ, η ομοιότητα είναι παραπάνω από εκπληκτική, αλλά θα δούμε ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες. Είναι σαν δυο σταγόνες, μόνο που η μια είναι σκέτο νερό και η άλλη το ποτό της Αθανασίας. Το θέμα για το οποίο μιλάει το «νεολαϊκό» ρεύμα της μουσικής δεν είναι αγάπη και έρωτας. Δεν ξέρω πώς λέγεται και μάλλον δεν έχει όνομα. Ο περιγραφικός της ορισμός είναι ο εξής.
Είναι μια ρευστή αλλά περιορισμένη αντίληψη αποκλειστικά περί διαπροσωπικών σχέσεων η οποία διηθείται μέσα από αρχέγονα ένστικτα για σεξουαλική ικανοποίηση, εκδίκηση και κατάθλιψη. Αυτό είναι το θεματικό υπόστρωμα και μόνο αυτό.
Κανένα «λαϊκό» τραγούδι δε μπορεί να ξεφύγει από τον παραπάνω ορισμό. Αν το κάνει, δε θα λέγεται πια «λαϊκό» και θα εξυπηρετεί άλλους σκοπούς. Με όποιες απόρροιες κι αν υφίστανται.

Θα το εξηγήσω αμέσως πιο απλά. Υπάρχουν, μέχρι στιγμής, δύο φύλα. Ο άντρας και η γυναίκα. Οι ομοφυλοφιλικές ή αμφιφιλικές σεξουαλικές παρεκκλίσεις δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να επιτρέπουν σε κάποιο άτομο να παριστάνει τον άντρα ή τη γυναίκα ενώ δεν είναι. Δε δημιουργούν άλλα φύλα.
Τώρα, οι σχέσεις μεταξύ των φύλων είναι πολύ απλές και συγκεκριμένες. Ο ένας παίρνει και ο άλλος δίνει. Μην πάει ο νους σας αποκλειστικά στο πονηρό, δεν εννοώ μόνο αυτό. Η μια πλευρά είναι καταδικασμένη να δίνει και η άλλη καταδικασμένη να περιμένει αυτό που έχει να δώσει η άλλη. Οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά έχει επικρατήσει στις κοινωνίες του επονομαζόμενου «πολιτισμένου» κόσμουνα μην είναι κατάπτυστη μόνο αλλά εξωφρενική και μερικές φορές δείγμα ψυχολογικής ασθένειας.

Δεν είναι σωστό να ζητήσει μια κοπέλα από ένα αγόρι να πάνε μαζί στο χορό. Μόνο το αγόρι πρέπει να το πει αυτό. Αν ο χρόνος της πρόσκλησης κοντεύει να λήξει, η κοπέλα μπορεί να πάει στο αγόρι και να του υπενθυμίσει ότι αυτός πρέπει να της ζητήσει να την συνοδέψει, αλλά όχι να του το ζητήσει αυτή. Αν δεν γίνει έτσι η πρόσκληση, δεν υπάρχει χορός.
Η γυναίκα από την άλλη μεριά είναι μια πηγή ευθραυστότητας και ευαισθησίας. Ακόμα κι αν ένας άντρας έχει πρόβλημα, δε θα πάει στο φίλο του για να λάβει μια δόση συγκατάβασης ή παρηγοριάς. Γιατί ο φίλος του δεν έχει αυτά τα πράγματα για να του τα δώσει. Διαθέτει μόνο συμπεριφορές και απαντήσεις «από άντρες για άντρες» οι οποίοι φέρονται αντρίκεια. Δεν υποστηρίζω ότι μια τέτοια αντιμετώπιση είναι απαίσια. Αλλά ο πονεμένος φίλος μας δε θα βρει εκεί ούτε ευαισθησία ούτε ευθραυστότητα, γιατί την αναζητεί σε λάθος μέρος.
Μόνο μια γυναίκα έχει στάση τέτοια η οποία θα δώσει απάντηση στο ζήτημα που τον απασχολεί, που θα ξυπνήσει μέσα στον ακροατή την ιδέα της αυτοσυντήρησης μέσα από την ήρεμη επαναφορά από την αταξία στην ισορροπία. Κάποιες φορές η ιδέα αυτή είναι τόσο φανερή που κάποιος αναγνωρίζει ότι μια συμβουλή την έχει δώσει άντρας ή γυναίκα.

Δε μπορεί ένας άντρας να κλάψει επειδή τον άφησε μια γυναίκα. Δε μπορεί να τη δείρει. Δε μπορεί να την εκδικηθεί. Δε μπορεί να το ξεπεράσει εντελώς ποτέ. Μπορεί μόνο να πάει στα μπαράκια για άλλες γυναίκες με τους φίλους του. Μια γυναίκα δε γίνεται να μην δακρύσει κατά βάθος σε ένα χωρισμό. Είναι αδύνατον να μην του μαγειρέψει για να τον καταφέρει σε κάτι. Δεν μπορεί κάποιος να μην την προσέξει όταν είναι δυστυχισμένη.
Ο άντρας δεν είναι ποτέ δυστυχισμένος. Είναι μόνο ή ευτυχισμένος ή στην πορεία να γίνει ευτυχισμένος ξανά. Είναι ορκισμένος και έτοιμος να προστατέψει μια γυναίκα από τους κακούς, αλλά ποτέ οι ρόλοι δεν αντιστρέφονται. Δούναι και λαβείν, φίλε μου.
Όταν δεις να γίνονται αντίστροφα όσα περιέγραψα παραπάνω, θα έχει έρθει το τέλος του κόσμου, και οι δρόμοι θα θρύβουν από ορδές δαιμόνων που θα ξεπετάγονται από σχισμές στο έδαφος, που από μέσα τους θα ξεπηδάει η κολασμένη φωτιά του Καθαρτηρίου.

Προφανώς οι συμπεριφορές αυτές δεν αναφέρονται στο απόλυτο σύνολο των ανδρών και των γυναικών. Υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες τα παραπάνω δεν ισχύουν, και δεν πρόκειται ούτε για μεμονομένα περιστατικά ούτε για μειοψηφικές εξαιρέσεις ούτε για δακτυλοδεικτούμενα φαινόμενα στα οποία αποστρέφουμε το βλέμμα. Αλλά οι τρόποι ζωής αυτοί δεν προβάλλονται από αυτό που αποκαλείται «λαϊκή» μουσική. Τα «λαϊκά» διαπνέονται από μια αύρα η οποία ζει μέσα στους ανθρώπους που της ανοίγουν την καρδιά τους, γίνονται μέρος της και από εκεί και έπειτα βλέπουν τον κόσμο μέσα από αυτήν. Δεν γίνεται να απαλλαγούν από αυτή ποτέ, μόνο να ακολουθούν τη φιλοσοφία αυτή και μετά όλα τα υπόλοιπα. Σαν μια πόλη από την οποία δε μπορείς ποτέ να απομακρυνθείς ούτε σε απόσταση ούτε σε χρόνο.

Τώρα τελευταία συνάντησα και τον χαρακτηρισμό «ελληνικά» τραγούδια, όταν αναφέρθηκαν στην ίδια κατηγορία. Τα υπόλοιπα είναι προφανώς κινέζικα.

Αυτά τα επιχειρήματα πιστεύω να τα καταλαβαίνουν όλοι, γιατί είναι εκτός των άλλων γραμμένα με απλά λόγια. Όσοι έχουν νευριάσει είναι γιατί αρνούνται να παραδεχτούν την αλήθεια. Μην εκνευρίζεστε, γιατί έχω επιχειρήματα υπέρ και των δύο πλευρών.

συνεχίζεται...

ΠΟΙΟΣ; ~ΜΕΡΟΣ 3~

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Οι λέξεις που έχουν σημασία σε μια φράση είναι αυτές που την κάνουν απομνημονεύσιμη. Στην φράση «να απαριθμήσετε με ένα σύντομο κείμενο τα πλεονεκτήματα της οκνηρίας», οι σημαντικές λέξεις που σου μένουν στο μυαλό είναι «απαριθμήσετε», «κείμενο», «πλεονεκτήματα», «οκνηρία». Αυτές οι λέξεις, λοιπόν, είναι που καθιστούν τη φράση αυτή καθαυτή ιδιαίτερη.
Αν συνηθίζεις να χρησιμοποιείς ένα σύνολο τέτοιων ιδιαίτερων λέξεων, δημιουργείς έναν προσωπικό τρόπο έκφρασης που καθιερώνεται και αναγνωρίζεται από τους άλλους όπου απαντάται. Κι έτσι, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι δημιουργούνται σύνολα λέξεων τα οποία έχουν πολύ συγκεκριμένες ιδιότητες.
Έτσι έχουμε τα επιστημονικά σύνολα, τα φιλοσοφικά, τα καθημερινά, τα νομικά, τα τοπικά και πάρα πολλά άλλα για να τα παραθέσουμε εδώ, χωρίς να υπολογίσουμε και τα υποσύνολά τους. Όλα είναι έκδοση της ίδιας γλώσσας, χωρίς τα παρακλάδια αυτά να αναιρούν τη γλώσσα, αλλά να είναι φτιαγμένα για να περιγράφουν επαρκέστερα τα ειδικότερα αντικείμενα με τα οποία συνδέονται. Αν δεν χρησιμοποιηθούν για το σκοπό για τον οποίο ανήκουν εκεί που ανήκουν, είναι στην καλύτερη περίπτωση δυσνόητες και στη χειρότερη εντελώς άχρηστες.
Λόγου χάρη, αν χρησιμοποιήσει ένας στρατιωτικός τα αρκτικόλεξα του στρατού προσπαθώντας να περιγράψει σ’ ένα μαθηματικό την έλλειψη εμπιστοσύνης στις κοινωνίες τη σημερινή εποχή, μάλλον θα αποτύχει. Γιατί η στρατιωτική ορολογία είναι φτιαγμένη σχεδόν αποκλειστικά για υπηρεσιακούς σκοπούς.
Αν μια γυναίκα που έχει ποντιακές ρίζες χρησιμοποιήσει την ιδιογλωσσία της για να παρουσιάσει μια μαγειρική συνταγή σε ένα κρητικό, ενώ υπάρχει περίπτωση να γίνεται με τον ίδιο τρόπο και στις δύο περιοχές, τα συστατικά μάλλον θα έχουν διαφορετικές ονομασίες.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα τραγούδια. Για να γράψεις ένα «λαϊκό» άσμα, δε μπορείς να βάλεις μέσα τη λέξη φρυκτωρία. Ούτε ανεπίστητος. Ούτε κυρτοσύνη.  Όσες δεν ανήκουν σ’ αυτό το σύνολο, είναι γιατί έχουν δοκιμαστεί στο «λαϊκό» κοινό και δεν έχουν αποδώσει. Είναι ακατάλληλες, όπως και στα δύο παραπάνω παραδείγματα. Μπορεί να είναι μερικώς κατανοητές, αλλά δε θα τις δεις πουθενά μέσα σε τέτοιου είδους τραγούδια. Γιατί αυτός που θα ακούσει το τραγούδι δε θα καταλάβει τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις. Και ούτε λεξικό θα ανοίξει ούτε κάποιον άλλο θα ρωτήσει για να μάθει. Γιατί είναι μαθημένος να μην το κάνει. Πώς είναι μαθημένος;
Εγκατέλειψες, έληξες, πόνος, χάδι, μπερδέψει, εντάξει, ορκισμένος, καρδιά, αγάπη, χάρη, ξαναγυρίσεις, και λοιπά συναφή. Δημιουργείται ένα όριο στις λέξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Αυτός που βάζει να ακούσει ένα «λαϊκό» τραγούδι, μισοπεριμένει να συναντήσει παρόμοιους στίχους και εκφράσεις. Έτσι έχει συνηθίσει, έτσι είναι μαθημένος. Αν δεν βρει αυτό που περιμένει, την επόμενη φορά θα σκεφτεί να προσπεράσει αυτό το τραγούδι. Ή θα το ξανακούσει, όταν όμως θα βρεθεί σε άλλη διάθεση, έξω από την επικράτεια των «λαϊκών» τραγουδιών.
Το λεξιλόγιο του «λαϊκού» τραγουδιού είναι στις μέρες μας πάρα πολύ περιορισμένο. Και μέσα από την πάροδο του χρόνου φαίνεται ότι όχι μόνο παραμένει έτσι, αλλά και ότι κατατμείται ακόμη περισσότερο.


Τελειώσαμε και με το λεξιλόγιο των «λαϊκών» τραγουδιών. Είδαμε ότι υπάρχουν όρια στο ποιές λέξεις είναι κατάλληλες και ποιές όχι. Αν αποφασίσεις να γράψεις ένα τέτοιο τραγούδι, οι επιλογές σου είναι μετρημένες, σαν να διαλέγεις φαγητά από το μενού εστιατορίου. Την ίδια στιγμή, άλλοι για να σαν να πετάνε το λεξικό στα σκουπίδια επειδή μπορούν και μόνοι τους να δημιουργούν γλώσσα. Όμως αυτοί δεν ασχολούνται σοβαρά με τα τραγούδια αυτά, πέρα από το να ακούνε αναπόφευκτα έναν ήχο, σαν ένα σκυλί που αλυχτάει πέρα μακριά. Άλλωστε, αν επεκταθείς πολύ στο λεξιλόγιό σου, το πιο πιθανό είναι να ξεφύγεις και από το θεματικό σου όριο που περιγράψαμε παραπάνω, και να κινδυνέψεις να μη γίνεις κατανοητός στο κοινό σου.
Μπορούμε να το δούμε με απλά μαθηματικά. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, αν για παράδειγμα, το λεξιλόγιο αυτό αποτελείται από 90 λέξεις, που είναι και σχετικά λίγες, με όλους τους συνδυασμούς που μπορεί να φτιάχνουν, τροφοδοτούν τουλάχιστον 50 καλλιτέχνες που θα βγάζουν δίσκο σε λιγότερο από ένα χρόνο, με δέκα τραγούδια στον καθένα, και όλα αυτά για δεκαπέντε χρόνια.


ΕΙΔΗ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Δεν έχω όλη την ώρα την ίδια διάθεση. Γι’ αυτό και θέλω να δω τι μπορεί να με εξυπηρετήσει από τα «λαϊκά» τραγούδια για να την τροφοδοτήσω. Σήμερα θέλω να ακούσω κάτι μυθιστορικό, για μάχες και δράκους, για πύργους, πριγκίπισσες και ιππότες. Ρώτησα τη φίλη μου αυτή και μου είπε ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στα λαϊκά.
Μια άλλη μέρα ήμουν νευριασμένος και ήθελα κάτι που να λέει για το πόσο χαμηλά έχει φτάσει η κοινωνία μας και το τι γίνεται στον κόσμο για να κρατηθεί η ανθρωπιά ζωντανή. Πήρα τηλέφωνο ξανά, αλλά με διαβεβαίωσε ότι ούτε αυτό υπάρχει.
Κάποια στιγμή βαριόμουν και χρειαζόμουν μια δόση αγωνίας και δράσης, χρειαζόμουν ένα δίσκο με το ίδιο θέμα που η περιπετειώδης ιστορία του να συνεχίζεται κατά τη διάρκειά του. Ούτε απ’ αυτό έχει.
«Και, τι έχει;»
«Α, μάλιστα», απάντησε η φίλη μου, «το μόνο που θα βρεις είναι για αγάπη και έρωτες. Αυτό από μόνο του αρκεί».
«Τί αρκεί; Με τα υπόλοιπα τι γίνεται; Δε μπορώ να έχω όλη την ώρα τη διάθεση γι’ αυτό. Ωραία είναι, αλλά από εκεί και πέρα τί;».
«Ν’ ακούσεις κάτι άλλο τότε εκτός από λαϊκά. Αυτά έχουν επικρατήσει να μιλάνε για τέτοια πράγματα».
Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα μήπως θα έπρεπε να τα πουν «αγαπησιάρικα» ή «ερωτικά» ή «σεξουαλικά». Κάτι άρχισε να μη μου ταιριάζει.

Σκάβοντας όλο και βαθύτερα στην παγωμένη σπηλιά, αναζητώντας πια μάταια το θησαυρό, είδα μέσα στο σκοτάδι δυο μάτια να με κοιτάζουν απειλητικά με στενεμένες τις κόγχες. Η μαύρη σιλουέτα άφησε μια σφυριχτή εκπνοή που αντήχησε στα τοιχώματα του ερέβους κι εξαφανίστηκε σε μια ασημένια τολύπη αχνού. Είχα φτάσει επικίνδυνα κοντά σε κάτι, και αυτό το κάτι φοβήθηκε που με είδε. Από εκείνη τη στιγμή και μετά συνέχισα την έρευνά μου όχι φιλικά πια, αλλά αντιμετωπίζοντας το θεσμό αυτόν με κατά μέτωπο επίθεση. Χωρίς έλεος. Χωρίς αιχμαλώτους.

Έψαξα μέσα στα «λαϊκά» τραγούδια για αυτό το ένα και μοναδικό πράγμα που είναι δυνατόν να βρω μέσα τους, όπως είπε η φίλη μου, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος που ρώτησα. Έψαξα πολύ, με θάρρος, αποφασιστικότητα και επιμονή. Ίσως πρέπει να το κάνω σύνθημά μου αυτό.
Έψαξα. Και δε βρήκα τίποτα.
Και, για να πω την αλήθεια, δεν περίμενα να βρω ύστερα από όλη αυτή την έρευνα. Ανακάλυψα όμως μερικά άλλα, πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, που δεν τα αναζητούσα, όταν ξεκίνησα ν’ αναρωτιέμαι.


συνεχίζεται...

ΠΟΙΟΣ; ~ΜΕΡΟΣ 2~

            Όπως οι φίλοι και οι γνωστοί μου ξέρουν, ασχολούμαι με τη μουσική. Με ένα πολύ συγκεκριμένο είδος ήχου που, τουλάχιστον εδώ στην Ελλάδα δεν τυγχάνει ούτε ιδιαίτερης δημοσιότητας αλλά ούτε και αποδοχής. Αλλά δεν είμαστε εδώ για να σχολιάσουμε αυτό, ο καθένας ακούει και κάνει ότι θέλει.
Παρακολουθώ τα μουσικά κομμάτια του ιδιώματός μου και δεν τα ακούω απλά. Επίσης μαθαίνω για ιστορικά στοιχεία που την περιτριγυρίζουν και που τώρα αρχίζουν να περνούν στο θρύλο. Ακόμη γράφω και παίζω δικά μου κομμάτια. Αυτή την οδό, διάλεξα μέσα από χρόνια επιλεκτικής διαδικασίας, η μόνη θεωρία της εξέλιξης στην οποία πιστεύω. Και το ότι όταν ακούω μουσική παρακολουθώ τα κομμάτια και το πώς εξελίχθηκε ο τρόπος έκφρασης του καθενός καλλιτέχνη μέσα από τα χρόνια, πιστεύω ότι καταδεικνύει περισσότερο το γεγονός ότι η επιλογή μου αυτή είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από στιγμιαία και αναγκαστική.
           
Τώρα, δε θέλω να μειώσω άλλα είδη μουσικής ή τις επιλογές που κάνει ο καθένας στη ζωή του. Δεν προσπαθώ να εξαναγκάσω κανέναν. Ούτε πειράζω κανέναν, και δεν θέλω και να με πειράζουν.
Όμως, κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφομαι, δε λένε απλά τη γνώμη τους, αλλά προσπαθούν να επαναλάβουν πολλές φορές αυτό που θέλουν να είμαι, με απώτερο σκοπό το να γίνω αυτός που θέλουν. Και από τη στιγμή που κάποιος επεμβαίνει στη συνείδησή μου, θεωρώ καθήκον κατ’ αρχήν να του εξηγήσω, και ύστερα να στρέψω τα επιχειρήματά του εναντίον του.
Η συνείδηση είναι κάτι βαθύτερο από την προσωπική ζωή. Αν επέμβεις στην προσωπική ζωή κάποιου, αυτός στην αρχή θα ξαφνιαστεί γιατί είναι σχετικά απότομο να εξαναγκάζεται να κάνει κάτι που δε θέλει. Θα είναι κάτι σαν δουλεία. Ύστερα, θα ανασυνταχθεί και θα προσπαθήσει να σε απωθήσει για να κάνει αυτό που θέλει. Άλλωστε, είναι δική του ζωή και έχει δικαίωμα να τη ζει.
            Αν όμως επέμβεις στη συνείδηση κάποιου ατόμου, μετά από ένα βαθμό επανάληψης, θα αποτυπωθεί στο μυαλό του το επιθυμητό μήνυμα, και από αυτό το σημείο κι έπειτα, θα συμπεριφέρεται έτσι από μόνος του, και στην κοινωνική αλλά και στην προσωπική του ζωή. Χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά η επέμβαση με τη βία.


Μια γνωστή μου, τώρα πρόσφατα, μου είπε ότι αυτά που ακούω είναι φασαρία και ηλιθιότητες. Απορούσε πώς εγώ, ένα τόσο ωραίο και καλό παιδί ασχολιόμουν μ’ αυτά τα πράγματα. Δεν απαρνήθηκε ότι ταυτιζόταν με αυτόν τον τρόπο σκέψης όταν ήταν μικρή, τρελή και ανώριμη, τώρα που σοβαρεύτηκε τα θεωρεί παιδιάστικα και ξεπερασμένα. Είπε κι άλλα, μα δεν τα θυμάμαι όλα. Και με εξώθησε να σκεφτώ. Αν θέλω να λέω ότι είναι σωστό να αναθεωρείς κάτι που είναι λάθος, πρέπει πρωτίστως να το εφαρμόζω στον εαυτό μου. Γι’ αυτό και ξεκίνησα τη διερεύνηση για να δω αν όσα μου είπε ισχύουν. Και αν ναι, μέχρι ποιο σημείο.


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
Κατ’ αρχήν, ήθελα να πάρω μια «γεύση του διαφορετικού». Να δω τι το τόσο ιδιαίτερο κι ελκυστικό έχει αυτή η «λαϊκή μουσική» και πόσο πιο ταιριαστή είναι για εμένα. Είναι άχρηστο να αναρωτιόμαστε αν είναι καλύτερη ή σωστότερη, γιατί ο καθένας θεωρώ ότι έχει έστω και λίγο διαφορετική αντίληψη περί σωστού ή καλού.
Αν χαρακτηρίσεις κάτι ως «λαϊκό», για παράδειγμα, κάνεις για αρχή έναν μάλλον άστοχο χαρακτηρισμό, αφού το «λαϊκός» δεν αναφέρεται στο ίδιο το αντικείμενο που χαρακτηρίζει αλλά στο να το διαχωρίσει από τα υπόλοιπα. Έτσι, η «λαϊκή» μουσική και τα «λαϊκά» τραγούδια λέγονται έτσι γιατί τα υπόλοιπα προφανώς είναι «αντιλαϊκά». Μη με ευχαριστείτε ακόμα. Αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι δικός μου, ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν ή αυτούς που ονόμασαν «λαϊκά» τα τραγούδια που σήμερα έχει επικρατήσει να ονομάζονται έτσι.
Αλλά γιατί τα είπαν «λαϊκά»; Μήπως εννοούν ότι είναι περισσότερο λαϊκά από τα υπόλοιπα; Δηλαδή απευθύνονται σε πιο ευρύ κοινό; Τότε γιατί δεν τα λένε «μαζικά» ή «ευρέα»; Μπα, για να τα ονομάσουν έτσι κάτι θα ξέρουν. Οπότε το μόνο που απομένει είναι να εννοούν τον λαό με την σημασία του τυχαίου κοινού. Ας προχωρήσουμε να ερευνήσουμε τι είναι αυτό το τυχαίο κοινό.


ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Ο λαός απαρτίζεται από άτομα πανέξυπνα, εύστροφα, κανονικά, χαζά και πανηλίθια. Γι’ αυτό και όταν επιλέξεις στην τύχη κάποιο άτομο και του βάλεις ν’ ακούσει ένα τραγούδι, για να του αρέσει, πρέπει να το καταλάβει. Πρέπει το τραγούδι να είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να απευθύνεται και σ’ αυτόν. Αν αυτός είναι τουλάχιστον κανονικός, έχει καλώς. Αν αυτός είναι πανηλίθιος, πώς θα τα καταφέρει;
Μια καλή τεχνική είναι το να δημιουργήσεις μια πανηλιθιότητα. Να φτιάξεις κάτι που να μπορούν να το καταλάβουν και οι εντελώς βλάκες ή και αυτοί που κάνουν τους βλάκες επειδή τους συμφέρει. Έτσι όμως υποβιβάζεις την τέχνη.
Θα είναι σαν να τραβάς στραβές γραμμές σ’ ένα άσπρο χαρτί και μετά να το αποκαλείς ζωγραφικό πίνακα. Και βέβαια είναι ζωγραφικός πίνακας και αυτό που κάνεις είναι τέχνη. Αλλά αν συνεχίσεις να φτιάχνεις πίνακες με στραβές γραμμές σε άσπρα χαρτιά και υπάρχουν κι άλλοι που ζωγραφίζουν κι αυτοί το ίδιο, θα γεμίσει ο κόσμος με πίνακες. Με πίνακες που θα είναι στραβές γραμμές σε άσπρα χαρτιά, τίποτα άλλο δε θα υπάρχει να δεις ώστε ν’ αντιληφθείς την τέχνη. Και όλοι θα είναι ευτυχισμένοι γιατί θα μπορούν να εκφραστούν μέσω της ζωγραφικής.
Όταν βγει κάποιος και ζωγραφίσει μια κοπέλα να αργοπεθαίνει στην αμμουδιά, δεν είναι λογικό να βγουν μερικοί και να υποστηρίξουν ότι ο πίνακας αυτός σε εξωθεί στο να αυτοκτονήσεις και ότι πια η τέχνη έχει γίνει εργαλείο του διαβόλου;
Ας λέει ο δημιουργός ότι αποτυπώνει στο χαρτί την ελπίδα που πεθαίνει όταν χαθεί καθετί άλλο. Ας είναι η έκφραση της κοπέλας η αποτύπωση του φόβου του θανάτου που τόσο συχνά απαντάται στον αναπόφευκτα μελλοθάνατο. Ας συμβολίζει την προσπάθεια μέχρι τέλους στα εγχειρήματα της ζωής. Ας αποτελεί το παράδειγμα για να διδαχθεί κανείς των επιχείρων της ολιγωρίας. Ας απευθύνεται σε πιο απαιτητικό παρατηρητή που θα μετακενώσει μέσα του όλα τα νοήματα της εικόνας. Αυτό που είναι ζωγραφισμένο είναι καταθλιπτικό και σατανιστικό, πάει και τελείωσε. Επειδή δε μπορεί να το καταλάβει ο οποιοσδήποτε.

Μέσα στον όχλο του λαού όμως, εκτός από τον πανηλίθιο που μόλις εξετάσαμε, υπάρχει και ο πανέξυπνος. Αυτός πώς θα αντιληφθεί το τραγούδι; Θα το βρει μάλλον ρηχό και χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Θα περιμένει μάταια ν’ ακούσει κάτι το πιο εξεζητημένο μέσα του. Θα χαρεί για λίγο με το χορό των ήχων και των λέξεων αλλά γρήγορα θα βαρεθεί.
Είναι κάτι αντίστοιχο με το να βάλεις μπροστά σ’ ένα μωρό ένα αντικείμενο. Γρήγορα θα χάσει το ενδιαφέρον του, θα το σηκώσει και θα το χτυπάει στο τραπέζι, κοιτάζοντας πέρα. Αν όμως του βάλεις δύο αντικείμενα, ακόμα κι αν είναι εντελώς ίδια, θα κοιτάζει μια το ένα και μια το άλλο, μη αποτραβώντας το βλέμμα του για περισσότερη ώρα. Όσο πιο ενδιαφέρον είναι αυτό που δημιουργείς, τόσο περισσότερη χαρά δίνεις σ’ αυτόν που απευθύνεται, για να το ανακαλύψει.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Πιστεύω ότι μ’ αυτό τελειώσαμε και με το θεματικό επίπεδο των λαϊκών τραγουδιών. Βεβαιωθήκαμε λοιπόν ότι πρέπει να τα αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε. Αλλά υπάρχει στη μέση και το τίμημα της τέχνης που κατακρημνίζεται. Πώς λοιπόν μπορείς να δημιουργήσεις κάτι για όλο τον κόσμο και να μην υποβιβάσεις το δημιούργημα; Μετά από δύο δεκαετίες που μετράει αυτό που ονομάζεται σήμερα «λαϊκή μουσική», έχει βρεθεί η συνταγή της επιτυχίας.
Ανατρέχεις σε κάτι που είναι παντοτινή και αδιαμφισβήτητη αξία. Και συνάμα ευαντίληπτο. Ένα αντικείμενο φτιαγμένο από αποτυχημένο αλχημικό πείραμα, μα που θα σε προσελκύει χωρίς να μπορείς να καταλάβεις γιατί, και θα σε κάνει χαρούμενο όταν έχεις την ευτυχία να σε πλημμυρίζει έστω και για λίγο. Αυτό δεν πρόκειται να το βαρεθεί κανένας. Και όποιος πει άσχημη κουβέντα για κάτι το αδιαμφισβήτητο, γίνεται κακός. Τι ωραία! Αλλά ποιο θα είναι το θέμα;
Να καταπιαστεί κανείς με τα κοινωνικά προβλήματα; Να μιλήσει για τις δυσκολίες της ζωής; Αυτό είναι αδύνατον αφού το θεματικό επίπεδο που χρειάζεται το εκπεριλάβαμε μόλις τώρα. Πώς θα μπορέσει να το κάνει όταν αυτός που θα κληθεί ν’ ακούσει το τραγούδι αρνείται επίμονα να σκεφτεί;

Μα, τότε ποιο άλλο θέμα θα μπορούσε να επιλέξει κανείς από το να περιφέρεσαι συνεχώς γύρω από ένα μέρος της αγάπης. Ναι, της αγάπης. Δεν παλιώνει ποτέ γιατί είναι αυτό πάνω στο οποίο λειτουργεί ο κόσμος. Αν αυτή χαθεί, θα χαθεί και καθετί άλλο. Έτσι, θα μπορεί πάντα να χρησιμοποιείται με την ίδια αποτελεσματικότητα. Κι επίσης είναι ένα θέμα που στην χτεσινή κοινωνία είχε μια συγκεκριμένη σημασία, σήμερα έχει άλλη, και αύριο θα αποκτήσει μια καινούρια, κι έτσι λύθηκε και το θέμα της εξέλιξης της μουσικής. Της ωρίμανσης, αν θέλετε των «λαϊκών» καλλιτεχνών και την καταξίωσή τους στις σταθερές του μουσικού κατεστημένου.
Χρησιμοποιώντας την ως προπέτασμα, δημιουργούν ένα μείγμα με επαληθευμένα συστατικά και το πετάνε στο πάντα πεινασμένο πλήθος. Ίσως σκεφτεί κάποιος ότι κάνω άλματα λογικής και βεβιασμένους συνειρμούς, αλλά θα τα εξηγήσω όλα εδώ, κάτι που δεν κάθεται κανένας να κάνει σ’ εμένα.

συνεχίζεται...

ΠΟΙΟΣ; ~ΜΕΡΟΣ 1~

             Χαίρετε. Ελπίζω να υγιαίνετε και να μην έχετε κάψει λαμπάκια μετά από όσα έχετε διαβάσει. Αν πάλι, έχετε υποστεί χοντρή ζημιά, πριν προσπαθήσετε να επιδιορθώσετε τη βλάβη στη συνείδησή σας, ίσως θα ‘πρεπε να σκεφτείτε αν είναι καλύτερα να την αναθεωρήσετε, με τη δοθείσα ευκαιρία.

            Έχουμε τονίσει πολλές φορές σ’ αυτό τον ιστότοπο ότι θα αναφέρονται όλα όσα είναι ανάγκη να ειπωθούν για να διερευνήσουμε ένα ζήτημα, ακόμα και όσα εκλαμβάνονται ως προσβλητικά. Πολλοί αναγνώστες παρεξηγούνται, αν και όσα γράφονται δεν απευθύνονται σε αυτούς συγκεκριμένα, και αντιδρούν με έναν τρόπο ακατανόητο.


            Αν πω ότι είναι άχρηστο να λες αναίτια ψέματα, πετάγεται κάποιος χωρίς να τον πειράξει κανένας, και φωνάζει ότι δεν έχει πει ψέματα ποτέ σε κανέναν και ότι δεν είναι σωστό να βρίζει κανείς τους ψεύτες γιατί ο καθένας μπορεί να λέει ότι θέλει και ότι έχουμε δημοκρατία και ότι είναι κρίμα και καημένος. Αν πάλι, επιλέξει να σιωπήσει, τότε θα με μισεί κρυφά και θα θέλει κάποια στιγμή, όταν του παρουσιαστεί η ευκαιρία, να μου τη φέρει, και έτσι να μου αποδείξει ότι καλό είναι να λες καμιά φορά ψέματα γιατί σε γλιτώνουν από χειρότερες καταστάσεις και αν του δοθεί η δυνατότητα θα θελήσει να δείξει ότι σε τελική ανάλυση μόνο οι ψεύτες και οι λωποδύτες έχουν καταφέρει κάτι στη ζωή τους και οι υπόλοιποι είναι τα κορόιδα.
            Υπάρχουν επίσης άτομα που ρωτάνε στην αρχή γιατί υποστηρίζω αυτή τη θέση, και όταν ξεκινάω να τους απαντήσω, μετά από εφτά λέξεις μου λένε ότι καλύτερα να ασχολούμαι με πράγματα διαφορετικά από φιλοσοφίες και δυσνόητους συνειρμούς. Όποιες κι αν είναι οι εφτά λέξεις.
Ίσως να πω: «Σου έχουν πει ποτέ αναίτια ψέματα και…» ή ίσως: «καρέκλα δρόμος μπάλα ταξίδι ουρανός ζούγκλα γαϊδούρι», το αποτέλεσμα είναι το ίδιο ακριβώς. Αρκεί οι λέξεις να είναι εφτά, και ο αριθμός δεν είναι τυχαίος.

Και με το να χαρακτηρίζει τα αναίτια ψέματα φιλοσοφίες και ανόητους συνειρμούς, θεωρεί ότι λίγοι καταλαβαίνουν τι είναι γιατί αποτελούν επιστημονική ορολογία του κλάδου της ψυχολογίας ή αντικείμενο συζήτησης επαγγελματιών φιλοσόφων. Αυτοί δηλαδή που είχαν πάντα σαν όνειρο της ζωής τους να σπουδάσουν φιλοσοφία ή κάτι παρεμφερές. Μόνο αυτοί έχουν το δικαίωμα να πραγματεύονται με αυτά τα ζητήματα. Οι υπόλοιποι απαγορεύεται.

            Άλλος πάλι, υποστηρίζει ότι δεν έχω δίκιο, γιατί αυτό που λέω είναι παιδαριώδες. Έχω παρασύρει τη συζήτηση εκεί που θέλω με τεχνάσματα και κάνω αυτό που λέω εγώ να φαίνεται χρυσός κανόνας και την συμπεριφορά που είναι διαφορετική από τη δική μου προφανώς γελοία. Κι αυτός πάλι ορκίζεται ότι δεν έχει πει ψέματα ποτέ στη ζωή του σε κανέναν.
«Και ποιο είναι το σωστό τότε;» εύκολα θα ρωτήσω.
            «Ε, τώρα τι ρωτάς κι εσύ. Λες και δεν καταλαβαίνεις.»
            Όχι, δεν καταλαβαίνω. Και δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβω, γιατί αυτός ο άλλος ποτέ δε μου εξηγεί μέχρι το τέλος τι εννοεί.
            Γι’ αυτό κι εγώ άρχισα να συμπεριφέρομαι «προσβλητικά» και «αγενέστατα» επειδή υποστηρίζω τη γνώμη μου και ενοχλούνται μερικοί άνθρωποι. Αλλά πώς όμως; Επειδή μόνοι τους βάζουν τους εαυτούς τους στη θέση του προσβαλλόμενου. Φαίνεται αδύνατον, κι όμως συμβαίνει. Ανάβω μια φωτιά, ο άλλος τη βλέπει και πέφτει μέσα από μόνος του, και μετά μου λέει ότι τον έκαψα.

            Υπάρχουν εμπειρίες κι εμπειρίες σ’ αυτή τη λίγη ζωή. Άλλες σε εξωθούν να τις εξιστορήσεις, να τις εκμυστηρευτείς και να τις μοιραστείς. Άλλες παλεύουν να βγουν στην επιφάνεια, καίγοντας το μυαλό στην πορεία τους προς την έξοδο. Κι άλλες κρύβονται στους σκοτεινούς έλικες του εγκεφάλου, πείθοντάς τον ότι δεν υπήρξαν ποτέ. Αλλά όσο λιγότερες είναι, τόσο λιγότερο θα αφυπνιστείς στη διαδικασία της διερεύνησης των πραγμάτων και των εννοιών που σε περιβάλλουν.
            Πρόσφατα έφυγα από τη μεγαλούπολη και πήγα για τρεις μήνες στη γενέτειρά μου, στην επαρχία, όπου η ζωή κυλάει πιο αργά. Εκεί που δε χρειάζεται να κάνεις και τόσα πολλά όσα στην πρωτεύουσα γιατί κανένας δε σε αναγκάζει. Κανένας δε φωνάζει και κανένας δεν τρέχει να προλάβει γιατί δεν υπάρχει κάτι να προλάβει κανείς.

            Αλλά από την άλλη μεριά, λείπουν οι γρήγορες εμπειρίες που κάνουν το μυαλό να δουλεύει εξίσου γρήγορα για να τις προλάβει. Ο νους δεν ακονίζεται και στομώνει από τη συνήθεια της αργής επανάληψης των καθημερινών ασχολιών. Κι έτσι, υπάρχουν συντριπτικά λιγότερες καταστάσεις που θα σε σπρώξουν να τις σχολιάσεις από αυτές που συμβαίνουν στην μεγάλη πόλη.
            Πρόσφατα όμως επέστρεψα και δεν το μετανιώνω, γιατί είμαι ακόμα νέος. Και θέλω να κάνω μερικά πράγματα τώρα που είναι δυνατόν γιατί μετά δε θα μπορώ. Όπως, μεταξύ άλλων, και να σχολιάζω πέρα από την καθημερινότητα με καυστικό τρόπο, ίσως και εριστικό, όπως είπαμε παραπάνω. Δε θεωρώ τα θέματα πέρα από την καθημερινότητα αυτά που συμβαίνουν μακριά από την Ελλάδα. Ούτε και όσα γίνονται λιγότερο συχνά.

Ένας πολιτικός μπορεί να βγει στην τηλεόραση και να πει κάτι ‘ αν το σχολιάσω, αυτός αύριο θα βγει και θα πει άλλα. Οπότε αυτό είναι θέμα καθημερινότητας, το πώς αντιδράει ο κάθε ένας τη σημερινή μέρα. Γιατί αυτός ο ένας θα μπορούσε να είναι ένας από εμάς, εγώ ή εσύ. Ο πολιτικός ή ο σχολιαστής. Αν καταπιαστώ με τα θύματα ενός τυφώνα στη Χαβάη, αυτό είναι θέμα καθημερινότητας, αλλά όχι της δικής μου καθημερινότητας. Γι’ αυτούς εκεί είναι τόσο συχνό το φαινόμενο, όσο η λαϊκή αγορά που γίνεται εδώ την ίδια μέρα κάθε εβδομάδας.
Αυτά τα δύο ενδεικτικά παραδείγματα μας δείχνουν ότι πρέπει να προσέχουμε τις κακοτοπιές που είναι μπροστά μας, αλλά τί γίνεται με όσες δεν είναι φανερές με την πρώτη ματιά; Και ίσως να είναι μπροστά στα μάτια μας και να μην τις βλέπουμε ή να είμαστε μαθημένοι ότι αυτά που βλέπουμε είναι σεντόνια και όχι φαντάσματα.


συνεχίζεται...




Ελπίζω να διασκεδάζετε με τις δημοσιεύσεις μου ως τώρα. Εγώ σίγουρα το κάνω. Η παρακάτω ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Στη θέση του ήρωα θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοσδήποτε από εμάς (συμπεριλαμβανομένου και του παρελθοντικού μου εαυτού), γιατί το παραμύθι, αν το καλοκοιτάξουμε, δε λέει τίποτα το εξωπραγματικό.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι που τον έλεγαν Γιάννη. Ο Γιάννης ζούσε σ’ ένα ήσυχο χωριουδάκι με ήρεμους και φιλήσυχους ανθρώπους, που η ονομασία του ήταν ενός φυτού, καταδεικνύοντας έτσι την αργή ζωή τον περισσότερο καιρό και τα μεγάλα γεγονότα μέσα σε μια στιγμή.
Και ο ίδιος ήταν πράος, κανέναν δεν πείραζε και όλους τους βοηθούσε, αν δεν τον έβγαζε ο κόπος πολύ από το δρόμο του. Πήγαινε στην εκκλησία και βοηθούσε την οικογένειά του δουλεύοντας.
Μια μέρα, ξημέρωσε παραμονή της Αγίας Παρασκευής. Ο ήλιος ζέσταινε από νωρίς, και τα μεγάλα δέντρα θρόιζαν αναπνέοντας το απαλό αεράκι. Ο Γιάννης αποφάσισε πως το απόγευμα θα πήγαινε στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής για να προσκυνήσει.
 Και στ’ αλήθεια, το απόγευμα κίνησε, ανεβαίνοντας το φιδογυριστό μονοπάτι που σκαρφάλωνε ίσαμε τη μέση ενός βουνού, λαξεμένο ανάμεσα στα απόκρημνα ξερά βράχια, όπου χτίζεται συνήθως παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Και η παράδοση του να συμβαίνει αυτό έχει κάποιο λόγο.
Τοποθετημένο σε τέτοιο ύψος, προσφέρει στον παρατηρητή θέα όλης της πεδιάδας ακόμα και μέχρι τη θάλασσα πέρα μακριά στο τέλος του ορίζοντα. Μπορεί κανείς να δει τα μικρά νησάκια και το στόμιο του κόλπου όπου η θάλασσα γίνεται ωκεανός και τα απαλά ερυθροκύανα χρώματα της δύσης ενώνουν τη μέρα με τη νύχτα και τη ζωή με το όνειρο.
Εκτός από τη χρήση της όρασης με την οποία η Αγία Παρασκευή είναι περισσότερο συνδεδεμένη, το συγκεκριμένο σημείο έχει και μια άλλη ιδιότητα. Εκεί, αγκαλιασμένη με το εκκλησάκι που χτίστηκε μετέπειτα για να τιμήσει την Αγία ως μάρτυρας στα γεγονότα, είναι η σπηλιά όπου ζούσε ένας δράκος. Βγαίνοντας από τα έγκατα της γης, κατόπτευε την πεδιάδα κι επέλεγε το στόχο του. Ξερνώντας φωτιά κι αναθυμιάσεις, ξέρανε την πλάση, κι ο τόπος από τότε δεν ήταν ποτέ ξανά κατάφυτος και γεμάτος ζωή, ακόμα και μετά την παρέλευση του δράκοντα, μέχρι και σήμερα.
Το εκκλησάκι ήταν γεμάτο και ο κόσμος δε χωρούσε ούτε στο προαύλιο, ήταν μαζεμένοι άνθρωποι ακόμα κι έξω, στο δρόμο. Ο Γιάννης περπατούσε αργά στην ουρά μαζί με τους υπόλοιπους, άναψε κερί, ασπάστηκε την ιερή εικόνα και ακολούθησε το ρεύμα του κόσμου που έβγαινε από το ναό.
Ακριβώς δίπλα από την έξοδο του ναού υπήρχε μια μικρή είσοδος που οδηγούσε σε μια υπόγεια σπηλιά. Εκεί ζούσε ο δράκος, ο οποίος λυμαίνονταν τον κάμπο και έκανε καταστροφές. Οικισμοί είχαν ρημάξει και είχαν σβήσει από τη μνήμη, άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην άνιση και πάντα απροειδοποίητη μάχη με το πλάσμα.

Κόσμος ανεβοκατέβαινε τα περίπου εκατό σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη βάση της σπηλιάς, όπου σχηματιζόταν ένα κοίλωμα, εκεί που προφανώς ο δράκος κοιμόταν. Η σπηλιά ήταν κρύα και ο αέρας βαρύς και νοτισμένος από την υπόγεια υγρασία. Ο Γιάννης άναψε κι άλλο ένα κερί και προχώρησε λίγο πιο μέσα κατεβαίνοντας άλλα δέκα σκαλοπάτια για να φτάσει σ’ ένα χώρο δεξιά, που μάλλον θα χρησιμοποιούνταν για να αποθηκεύει ο δράκος την τροφή του για μελλοντική χρήση.
Παρατήρησε για λίγο το χώρο αυτό και βγαίνοντας, έπλυνε τα χέρια του στη βρύση, σύμβολο της κάθαρσης από τις αμαρτίες και τις ανομίες του. Ξανανέβηκε τα σκαλιά βγαίνοντας στον προαύλιο χώρο, πιο ανάλαφρος και πιο δροσερός.

Η Θεία Λειτουργία είχε τελειώσει, και ο ιερέας κήρυττε ένα σύντομο λόγο πριν τη διαμοίραση του άρτου. Ο Γιάννης κάθισε σε μια πέτρα ν’ ακούσει.
«…κοίταξε μέσα στα μάτια του δράκοντα και τον ημέρεψε. Γιατί ο δράκων έχει βλέμμα καθηλωτικό, και όποιος τον κοιτάζει στα μάτια υπνωτίζεται και γίνεται δούλος της θέλησής του. Η Αγία, με τη βοήθεια της πίστης της που αντλούσε από την αγάπη της προς τον αληθινό Θεό, κατάφερε και καθήλωσε η ίδια το δράκοντα. Τον διέταξε να φύγει και τον έδιωξε μακριά.
»Η φήμη της όμως ως ελευθερώτριας από το δράκο ταξίδευσε σύντομα στην επικράτεια και μαθεύτηκε από τον άρχοντα. Όταν αυτός άκουσε ότι η Αγία αυτή είναι θαυματουργός, φοβήθηκε ότι η πίστη των υπηκόων στον ίδιο θα κλονιζόταν και θα στρεφόταν στο Θεό, και γι’ αυτό διέταξε να τη συλλάβουν. Τη φυλάκισαν και τη βασάνισαν προκειμένου ν’ απαρνηθεί την πίστη της στο Θεό κι αυτή, ύστερα από όλα τα βάσανα, ουδέποτε την αποδυνάμωσε. Με τη δύναμη που της έδωσε ο Θεός υπέμεινε τα πάντα.
»Μέχρι και σε καυτό λάδι την έριξαν για να λυγίσουν την αδαμάντινη πίστη της, αλλά αυτή θαυματουργά δεν κάηκε, κι ένιωθε το λάδι δροσερό. Ο άρχοντας τη ρώτησε: δεν καίγεσαι; Όταν αυτή έδειχνε να μην πειράζεται, ο άρχοντας έβαλε λίγο από το θαυματουργό αυτό λάδι στα μάτια του, αλλά όμως τυφλώθηκε από το κάψιμο. Παρακάλεσε ύστερα μετανιωμένος την Αγία να τον θεραπεύσει κι αυτή το έκανε, συγχωρώντας του την κακία που ο ίδιος της επέδειξε. Ο άρχοντας μετά έγινε πιστός χριστιανός κι αυτός κι ανακάλεσε τη φρουρά του, που είχε στείλει στην επαρχία για την πάταξη του χριστιανισμού.
»Ο άρχοντας αυτός, παλαιότερα, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αφανίσει τη χριστιανική θρησκεία και την είχε χαρακτηρίσει ανυπόστατη, λέγοντας ότι οι χριστιανοί προσεύχονται στρεφόμενοι προς έναν ανύπαρκτο Θεό. Όταν όμως τον ρώτησαν γιατί  από τη μια μεριά πρεσβεύει ότι η θρησκεία αυτή δεν υπάρχει και από την άλλη προσπαθεί να την υπονομεύσει και να την αφανίσει, αυτός απάντησε ότι οι εκστρατείες του έχουν χαρακτήρα προληπτικό…»

Ο Γιάννης κοίταξε πέρα και το βλέμμα του άνοιξε στην πεδιάδα που απλωνόταν κάτω απ’ τα πόδια του. Τα πρώτα νυχτερινά φώτα άρχισαν να ανάβουν, μόνα και αμυδρά, καθώς η σκοτεινιά έρεε πίσω από τα βουνά και ξεχυνόταν απ’ τον ανατολικό ορίζοντα. Η ομιλία του ιερέα που συνεχιζόταν με τον ίδιο μονότονο τρόπο άρχισε να τον υπνωτίζει, και οι σκέψεις του ξεκίνησαν να μουρμουρίζουν έντονα, καθώς συγκεντρώνονταν όλο και περισσότερες στο μυαλό του, επωφελούμενες από την αδράνεια της συνείδησής του.
Μετά από λίγο γύρισε και με ρώτησε: «Πιστεύεις στο δράκο;»
«Φυσικά και πιστεύω.»
«Δηλαδή τι πιστεύεις;»
«Δεν ξέρω πώς θέλεις να το ονομάζεις, δράκο ή δαίμονα. Δράκος και δαίμονας είναι δύο διαφορετικά και ξεχωριστά όντα. Πιστεύω ότι ο δράκος είναι ένα ον υπαρκτό που έζησε και ζει ακόμα, ένας ή περισσότεροι, και είναι όπως τους περιγράφουν οι μαρτυρίες όσων έτυχε να τους συναντήσουν. Και να ζήσουν ύστερα από αυτό. Σου λέω πως είναι ιδιαίτερα σπάνιο να δεις κάποιο δράκο από κοντά και να ζεις ακόμα όταν θα σε ρωτήσουν πώς ήταν.»
«Μπα, αυτά είναι ανοησίες», συνέχισε ο Γιάννης. «Ιστορίες για μικρά παιδιά. Απορώ ακόμα που τα πιστεύεις.»
«Ιστορίες για μικρά παιδιά;» ρώτησα έκπληκτος. «Αλήθεια έτσι πιστεύεις;»
«Μα, είναι δυνατόν να μου λες ότι υπήρχαν δράκοι; Πετούσαν στους ουρανούς και δεν τους είδαμε;»
«Τότε γιατί ήρθες εδώ πέρα, Γιαννάκη μου; Γιατί άναψες το κερί; Γιατί φίλησες την εικόνα; Γιατί άκουσες αυτά που είπε ο παπάς;
»Κι εσύ από τη μια μεριά ήρθες σαν πιστός στο Θεό να προσκυνήσεις τη θαυματουργή Αγία Παρασκευή αλλά δεν πιστεύεις  ότι έκανε κανένα θαύμα; Πώς είναι δυνατόν να ημέρεψε θαυματουργά το δράκο και να τον έδιωξε, αν δεν υπήρχε δράκος; Ποια είναι ύστερα η θαυματουργή υπόσταση της Αγίας Παρασκευής αφού δεν έκανε κανένα θαύμα;»
«Όχι, όχι», είπε αυτός «τα άλλα τα πιστεύω, μόνο το δράκο δεν πιστεύω.»
«Γιατί, Γιάννη; Επειδή δεν θέλεις να πιστέψεις; Τι σου φαίνεται λογικό στα άλλα θαύματα και παράλογο σ’ αυτό; Γιατί διάλεξες αυτό το μέρος να μην πιστέψεις και όχι αυτό με το λάδι ή άλλο; Νομίζεις ότι υπάρχει μερική πίστη; Μπορείς να πιστέψεις ότι ο Ιησούς έκανε το νερό κρασί αλλά σου φαίνεται απίθανο ο οικοδεσπότης να είχε τόσο λίγο κρασί που να μην έφτανε και να αναγκάστηκε ο Ιησούς να κάνει το θαύμα;
»Σου φαίνεται λογικό κάποιον να τον οδηγούν στα βασανιστήρια και να τον βασανίζουν για κάτι αλλά αυτό το κάτι να μην το αποδέχεσαι, να είναι ένα τίποτα ή παραμύθι για μικρά παιδιά; Ύστερα γιατί τον τυραννάνε;»
«Δεν ξέρω, ουφ, αυτά είναι φιλοσοφίες μεγάλες» είπε ο Γιάννης και αποτραβήχτηκε λίγο παραπέρα.

          Μάλιστα. Αυτά είναι φιλοσοφίες μεγάλες. Δεν είναι για τα κανονικά μυαλά, «είναι για τα μυαλά τα άλλα». Κι όποιος έχει ένα «άλλο» μυαλό, καλύτερα να τα παρατήσει κι αυτός, γιατί σίγουρα θα έχει στο πλάι του κάποιον που να του πει ότι αυτά που σκέφτεται είναι για «τα μυαλά τα άλλα».

          Και τότε, τι είναι για τα δικά μας τα μυαλά; Οι εφημερίδες; Η τηλεόραση; Το ποδόσφαιρο; Τα γρήγορα αυτοκίνητα; Τα πολλά λεφτά; Η λεπτή και όμορφη γυναίκα; Ο δυνατός και διάσημος άντρας; Τα αριθμητικά πολλά παιδιά; Τα λίγα παιδιά; Οι πολλοί φίλοι που θα μας αναζητούν συνεχώς και θα είναι πανομοιότυποι μ’ εμάς;
          Αν δεν έχουμε τίποτα από αυτά ή δε μπορούμε να λάβουμε ενεργά μέρος είναι σαν να φωνάζουμε από το θεωρείο στην Ιμογένη να μην πιει το δηλητήριο από τα χείλη του αγαπημένου της, αλλά να ξέρουμε ότι ούτως ή άλλως θα το κάνει.
Είναι καταφανές ότι το ζήτημα εδώ δεν είναι αν ο Γιάννης πιστεύει ή όχι στο δράκο. Είναι κάθε περίπτωση που πορεύεις τη ζωή σου με μια φιλοσοφία, την οποία αν δε βρίσκεις στο συνάνθρωπό σου τον θεωρείς αποτυχημένο, αμαρτωλό και εξωκοινωνικό, αλλά όταν σε ρωτάνε τι το αξιόλογο έχει ο δικός σου τρόπος σκέψης, θεωρείς βαρετό το να καθίσεις να σκεφτείς, πόσο μάλλον το ν’ απαντήσεις. Στον εαυτό σου ή σ’ αυτόν που ρωτάει. Ίσως και γιατί φοβάσαι ότι η αντιμετώπιση που τηρείς για τη ζωή είναι αυτούσια λάθος. Και με το να αποφεύγεις να το διερευνήσεις είτε γιατί βαριέσαι είτε γιατί φοβάσαι είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, γλιτώνεις από τη ντροπιαστική υποχρέωση να παραδεχτείς ότι σφάλλεις και τον κόπο να αλλάξεις ακόμα κι αν ο δρόμος σε οδηγήσει στο να γίνεις καλύτερος.
Δε μιλάμε για μια απόφαση στιγμής. Είναι ένας τρόπος ζωής. Ένας τρόπος που ακολουθείται από όσους έρχονται σ’ επαφή μαζί του. Και τον μαθαίνουν αυτολεξεί, επειδή υποδεικνύεται από κάπου. Το από πού, είναι μια απάντηση που μπορεί πανεύκολα ο καθένας να δώσει, αν ρωτήσει τον εαυτό του τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, και ΠΟΥ το είδε να γίνεται έτσι.

Κι όμως, στο φίλο μου το Γιάννη ο κόσμος δίνει το δίκιο. Καλά λέει. Τι δράκος και θαύματα και σαχλαμάρες. Είναι δυνατόν; Αυτά γίνονταν τα παλιά τα χρόνια. Τώρα τσουγκράμε αυγά το Πάσχα και μετά ώρα για φαΐ. Η θρησκεία δεν είναι όπως τη θυμόμαστε από παλιά, «έχει εξελιχθεί, όπως όλες οι έννοιες, για να ταιριάζει στις ανάγκες των καιρών». Μόνο που οι τελευταίοι καιροί συνεχώς προκαλούν στα πράγματα την ανείπωτη φθορά της λήθης, παραδίνουμε όλο και λιγότερα από όσα παραλάβαμε, αντί να ορθώσουμε το ανάστημά μας σαν άνθρωποι και να πετύχουμε μεγαλύτερα και περισσότερα.

Ζήτω! Ζήτω! Ζήτω! Ο Γιάννης ο Θριαμβευτής, που σκότωσε το δράκο χωρίς να υπάρχει δράκος!

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα