Δεν το κρύβω ότι πάει καιρός από την τελευταία φορά που έγραψα κάτι. Έχουν γίνει πολλά που μου αποσπούν το νου από τον Λαγό που τολμάει, όχι μόνο χρονικά αλλά και ψυχολογικά. Για να φτάσεις στο σημείο για να κάνεις κάτι που έχεις αποφασίσει και σου αρέσει, πρέπει πρώτα να έχεις χρόνο στη διάθεσή σου ώστε να μπορείς να τον αφιερώσεις αλλά και το κατάλληλο έναυσμα που να σε εξωθεί στην προσπάθειά σου αυτή, δείχνοντάς σου ότι καλά κάνεις.
Αναγκάστηκα και έχω το μυαλό μου κολλημένο αλλού, σε κάτι που προσπαθώ τον τελευταίο καιρό και μπορεί να αλλάξει τη μετέπειτα ζωή μου. Τι στην ευχή, πάντα προσπαθούμε για το καλύτερο, από την παραμικρή λεπτομέρεια μέχρι τη μεγαλύτερη απόφαση, κοιτάζοντας θαρραλέα ένα καλύτερο αύριο.
Γι’ αυτό και δε μπορώ να σκεφτώ ομαλά και να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου σε μεγάλα ζητήματα. Το μόνο που μπορώ να θίξω αυτή τη στιγμή είναι απλά ζητήματα, με μια κουκούλα εύθυμης ανάρτησης, που δεν παύουν όμως να είναι σοβαρά. Το πόσο σοβαρά θα το δούμε παρακάτω. Έχει έρθει η υψηλή ώρα.
Θα ασχοληθούμε με ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων και συμπεριφορών που κάνουν τη ζωή μας δύσκολη. Πάνω που πάμε να πετύχουμε κάτι ωραίο, να πούμε κάτι που αξίζει ή να μεταδώσουμε κάτι καλό, έρχεται ένας και, τσουπ! Τα κάνει όλα θρύψαλα. Μην γελάτε ακόμα, γιατί ύστερα από κάμποση σκέψη μπορεί να καταλάβετε ότι είστε κι εσείς σε μια από αυτές τις κατηγορίες. Κι ένας άμυαλος μπορεί να με βρίζει, ένας αδιάλλακτος μπορεί να μην απασχολείται, αλλά ένας σοφός σίγουρα θα έκανε κάτι για ν’ αλλάξει τον εαυτό του.
Γιου δέαρ! Είσαι χοντρός και βρωμάς! |
1. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΑ ΠΡΟΣΕΧΟΥΝ
Πόσες φορές σου έχει τύχει σε μια συνομιλία να συμβαίνει το εξής: Λες σε κάποιον τις απόψεις σου για ένα ζήτημα. Μιλάς για ένα – δυο λεπτά κι αυτός σε κοιτάζει στα μάτια, χωρίς να σε διακόψει ούτε μια φορά. Και μόλις τελειώνεις, κι αυτός ανοίγει το στόμα κι ετοιμάζεται ν’ απαντήσει, τελικά κοιτάει πέρα ή γυρνάει να μιλήσει σε κάποιον άλλο ή κάνει κάτι τέλος πάντων άσχετο με τη συνομιλία σας. Το συναίσθημα που σου δημιουργείται είναι εντονότερο αν αυτός που ξεκίνησε την κουβέντα ή ρώτησε πρώτος ήταν ο άλλος.
Γιατί άραγε; Δεν έχω καταφέρει ακόμα να το εξηγήσω. Και μάλλον ούτε πρόκειται ποτέ, αφού σκέφτομαι όπως εγώ κι όχι όπως αυτός ο άλλος. Όταν μου μιλάνε και όταν με φωνάζουν δείχνω την προσοχή μου ή ανακοινώνω με κάποιο τρόπο ότι είμαι απασχολημένος, δεν αφήνω κανέναν να μιλάει στον αέρα.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι ικανοί να σκάσουν γάιδαρο και να γονατίσουν λιοντάρι. Μερικές φορές τους βρίσκεις να κάνουν κάτι άλλο. Ενώ τους μιλάς, αυτοί συνεχίζουν ακάθεκτοι αυτό που λένε ή κάνουν χωρίς να δίνουν σημασία σε κανένα, και ειδικά σ’ εσένα που είναι σαν να πετάς τον ωραίο σου χρόνο στα σκουπίδια όταν τον χαρίζεις σε τέτοια αποβράσματα.
Ας το φανταστούμε καλύτερα, σε μια απλή εναλλαγή ερωτήσεων με σκοπό την χαλαρή επισκόπηση πάνω σε ένα ζήτημα που δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία αν οδηγηθείτε σε συμπέρασμα. Ο καθένας έχει να παραθέσει τα επιχειρήματά του. Σε ρωτάει κάτι ο συνομιλητής σου. Εσύ ξεκινάς την απάντησή σου: «Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Νομίζω ότι δεν γίνεται να…» όπου και ο άλλος, αφού ακούει ότι δε συμφωνείς μ’ αυτόν, διακόπτει και ξεκινάει να σου λέει πάλι τα ίδια επιχειρήματα που σου είπε και πριν, διαφορετικά διατυπωμένα, αλλά με ίδιο νόημα.
Αφού τα ξαναπεί, αρχίζεις πάλι να λες αυτό που δεν τελείωσες προηγουμένως. «Ναι, αλλά μήπως πρέπει να σκεφτείς και το γεγονός ότι…», οπότε ο άλλος βλέπει ότι ακόμα δεν έχεις πειστεί από τα λεγόμενά του, κι ας τα είπε δεύτερη φορά.
Τώρα, πώς γίνεται να συμφωνήσεις χωρίς αυτός να έχει ακούσει τα δικά σου, έστω και ωθούμενος από καθαρή περιέργεια για το τι είχες να πεις, είναι μια απορία που δεν έχω λύσει ακόμα, αλλά το αναζητώ διαρκώς. Όμως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι περίεργοι.
Εσύ προσπαθείς για τρίτη φορά να ακουστείς (ήρεμα όμως), αλλά ο άλλος καλπάζει πια μακριά ‘ θεωρεί ότι έχεις αποδεχτεί κι εμπεδώσει τα πρώτα και συνεχίζει, εξάγοντας συμπεράσματα από αυτά, κι από τα συμπεράσματα άλλα συμπεράσματα, είναι προφανές πια ότι έχεις άδικο κι ότι έπρεπε να είχες συμφωνήσει από την αρχή.
Τώρα τι να πρωτοκάνεις; Να εξακολουθήσεις τη συζήτηση από εκεί που την άφησε αυτός (χάνοντας την ευκαιρία για εκείνα τα πρώτα που δεν εξέφρασες ποτέ) ή να προσπαθήσεις για άλλη μια φορά από την αρχή να ξεστομίσεις έστω μερικές λέξεις; Θα εξετάσουμε και τις δύο περιπτώσεις. Είναι λίγο βαρετή η διαδικασία, όμως σκέψου πόσες φορές στη ζωή σου αναλογίστηκες κάτι τέτοιο ως το τέλος. Μάλλον καμία, αλλιώς δε θα διάβαζες αυτό το κείμενο.
Μπορείς να προσπαθήσεις να εκφράσεις την άποψή σου για τα νέα πράγματα που σου έχει παραθέσει ο συνομιλητής σου, αφήνοντας αυτά που είχες να πεις στην αρχή να πάνε χαμένα. Αλλά αυτός όμως συνεχίζει ακάθεκτος να λέει διάφορα αφού έχει σχεδόν εξαντλήσει όσα ήθελε να εκφράσει. Τώρα αυτός έχει την ευχέρεια να πει πράγματα άσχετα ή σχετικά με το ζήτημα, ακόμα κι όταν μιλάς εσύ αν θέλει, αφού του δόθηκε ήδη η ευκαιρία να απλώσει τις λέξεις μπροστά σου και το έκανε.
Γι’ αυτόν είσαι απλά ένα σκυλί που αλυχτάει πέρα μακριά. Η συζήτηση έχει εξαντληθεί, έχουν ειπωθεί αρκετά επιχειρήματα και ο χρόνος που «είναι καλό» να θίγεται ένα ζήτημα σαν αυτό έχει περάσει και, δυστυχώς, η μοίρα τα έφερε να μιλήσει μόνο αυτός. Μοιάζει αρκετά με τα τηλεοπτικά παράθυρα όπου όλοι μιλάνε ταυτόχρονα και δεν ακούγεται κανένας. Από τις πλέον δημοκρατικότερες διαδικασίες. Αφού το δείχνει η τηλεόραση έτσι άρα πρέπει να είναι σωστό.
Τώρα έφτασε η ώρα της ολιγοδευτερόλεπτης σιωπής ή αλλιώς μιας μικρής παύσης κατά την οποία είναι υποχρεωτική η παραμονή στην αδιάφορη και κατά τα άλλα στοχαστική ενατένιση. Το να συνεχίσεις να προσπαθείς να επανέλθεις δεν είναι άδικος κόπος, είναι απρεπής συμπεριφορά, καθόλου ευγενικό. Και ύστερα από αυτό, θα έρθει η ώρα να αλλάξετε θέμα.
Αν ακολούθησες τη διαδικασία ίσαμε εδώ, ίσως κάποια στιγμή πιάσεις και τους δυο σας να μιλάτε ταυτόχρονα, ίσως για το ίδιο ζήτημα, ίσως και όχι, σε ένα παράφωνο ντουέτο αλλοπροσαλλοσύνης. Θα τελειώσετε αποκαμωμένοι ο ένας με τον άλλο και θα σε ρωτήσει: «κατάλαβες;»
Στη δεύτερή μας περίπτωση, επιμένεις να προσπαθείς να πεις έστω κάτι, μα πολύ σύντομα θα καταλάβεις ότι με καμία δύναμη ή τέχνη που έχει εφευρεθεί ποτέ στη γη δεν είναι δυνατόν να σταματήσει αυτός ο άνθρωπος. Έχεις χάσει το παιχνίδι όλες τις φορές. Μπορείς να δεις στα μάτια του ότι έχει δίκιο. Πάρε δρόμο γρήγορα και πες του ότι ξέχασες το θερμοσίφωνα αναμμένο γιατί θα σε ζουρλάνει.
2. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Υπάρχει και ανέκδοτο γι’ αυτό. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σ’ αυτούς που χωρίζουν τους ανθρώπους σε κατηγορίες και σ’ αυτούς που δεν τους χωρίζουν. Αν σκέφτεσαι ότι εννοώ αυτό, είσαι πανίβλακας. Εννοώ ότι όχι μόνο τους έχουν ήδη χωρίσει σε παραπάνω από δύο, αλλά συμπεριφέρονται κιόλας λες κι εσύ ανήκεις σε μια απ’ αυτές. Θα ρωτήσει εύλογα κάποιος: «και πού είναι το ενοχλητικό σε αυτό;»
Μα φυσικά, αυτός που σε έχει κατατάξει σε μια κατηγορία, περιμένει να αντιδράσεις και να ζήσεις σύμφωνα μ’ αυτήν. Αν παρεκκλίνεις έστω και λίγο, συμβαίνει το εξής παράδοξο. Η κατηγορία συνεχίζει να είναι μια χαρά οριοθετημένη, κι εσύ είσαι ένας άνθρωπος αποτυχημένος. Θα το δούμε αμέσως με παράδειγμα.
Αν αποκαλύψεις σε μια κοπέλα ότι έχεις κλίση στη ζωγραφική, αμέσως θα φανταστεί ότι μιλάς γαλλικά, ότι γυρνάς σπίτι με ψώνια που από μέσα τους ξεπετάγονται δύο μακριά λεπτά ψωμιά και κάτι μάτσα με χόρτα, ότι φοράς μπερέδες και κλείνεσαι για ώρες σε ατελιέ και ότι ψοφάς να φοράς κολλητές μπλούζες με οριζόντιες γραμμές. Αυτή τη στιγμή είσαι ανήμπορος ν’ αντιδράσεις. Η απόφαση έχει ήδη παρθεί. Είσαι έρμαιο των στατιστικών και των αναθεματισμένων στερεοτύπων. Δε μπορείς παρά είσαι όλα αυτά τα πράγματα.
Αν κάτι δε σου ταιριάζει και δεν το συνηθίζεις, θα πρέπει το συντομότερο να ξεκινήσεις, γιατί αλλιώς θα είσαι ένα έκτρωμα της κοινωνίας, ένας που θα κοροϊδεύει τους άλλους «αθώους» συνανθρώπους του ότι «του αρέσει η ζωγραφική» πέφτοντας στο βούρκο των «μεγάλων ψεμμάτων», παρακούοντας «τις εντολές του Θεού στο μη ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή». Μέσα στο μυαλό σου προφανώς «παλεύουν μεγάλες αντιφάσεις», και «προσπαθώντας να είσαι πολλά πράγματα μαζί, τελικά δεν είσαι τίποτα».
Είσαι, δηλαδή, υποχρεωμένος να ζεις με αυτό το πρότυπο ζωγράφου που μόλις σου έχουν προσάψει. Θα κουβαλάς παντοτινά μια ταμπέλα που θα αναγράφει όλα τα παραπάνω.
Τα λόγια αυτά μπορεί να φαίνονται ακραία, αλλά προέρχονται απευθείας από τα στόματα αυτών των ανθρώπων. Πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε ένα τέτοιο άτομο μέσα σε τυχαίο πλήθος; Αν δεις ποτέ κάποιον να ξεκινάει την κουβέντα του με τη φράση: «εσείς οι γυναίκες…», μόλις έχεις συναντήσει έναν.
Και, κάποιος πανέξυπνος, ίσως σκεφτεί ότι κι εγώ ο ίδιος χωρίζω τους ανθρώπους σε κατηγορίες. Θα καταλάβει αμέσως όμως ότι δεν είναι πανέξυπνος αλλά βλήμα, γιατί εγώ το μόνο που κάνω είναι να καταδεικνύω τη συγκεκριμένη ενοχλητική συμπεριφορά, ένα απειροελάχιστο κομμάτι της προσωπικότητας ενός ατόμου, που παίρνει βελτίωση. Δε μιλάω για ολόκληρο τον άνθρωπο, αφού ο καθένας είναι τόσο διαφορετικός που ουσιαστικά αποτελεί κατηγορία από μόνος του, ούτε υποχρεώνω κανέναν να φερθεί όπως νομίζω εγώ σωστό.
3. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΩΡΕΣ, ΜΕΡΕΣ, ΧΡΟΝΙΑ, ΟΛΗ ΤΟΥΣ ΤΗ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΛΕΝΕ ΤΙΠΟΤΑ
«Τι έκανες σήμερα, Γιώργο;»
«Άσε, είχα δουλειές πολλές».
«Για έλα, κάτσε, πες τα νέα σου».
«Σηκώθηκα νωρίς γιατί έπρεπε να πάω σε μια μεριά. Μετά με πήρε τηλέφωνο μια φίλη μου και μου είπε να πάμε μια βόλτα. Πήγαμε και μετά γύρισα από τον απαυτόν γιατί έπρεπε να πάρω κάτι πράγματα και τελικά τη δουλειά δεν την έκανα. Συνεννοήθηκα όμως με αυτούς ότι θα την κανονίσω για μια άλλη μέρα και είπαμε να ξανατηλεφωνηθούμε για να μην ξεχαστεί. Δε σου είπα, μου παρουσιάστηκε και μια ευκαιρία να πάω να δουλέψω κάπου, γιατί με ζήτησε ένας, αλλά δεν ξέρω τι να του πω. Κι αυτή η δουλειά που κάνω μ’ αρέσει, αλλά το να κάνω αυτό που θέλει αυτός δε μου ταιριάζει. Δεν ξέρω, θα δω τι θα κάνω, αν με ξαναζητήσει θα πάω αλλά προς το παρόν θα μείνω όπως είμαι. Θα σου έλεγα σήμερα το απόγευμα να πάμε για κανένα καφεδάκι (να πούμε κι άλλα σαν αυτά που σου λέω τώρα) αλλά κάτι προέκυψε βρε παιδάκι μου και θα πάω στους απουφνούς να απουφνώσουμε».
Οποιοσδήποτε μπορεί να αντιληφθεί εύκολα ότι με το ίδιο μοτίβο μπορεί να μιλάει για απεριόριστο χρονικό διάστημα χωρίς να αποκαλύπτει τίποτα απολύτως. Η «φίλη» του μπορεί να είναι και η αδερφή σου. Κι αυτός μπορεί να έχει και την ψευδαίσθηση ότι τα είπε και ξαλάφρωσε κιόλας. Αυτό είναι τέχνη και μαθαίνεται. Σχεδόν τα πάντα είναι ζήτημα παιδείας.
Και τώρα, προκαλώ όποιον και όποια θέλει να μου πει τι κατάλαβε από τα νέα του Γιώργου. Εγώ δεν έμαθα απολύτως τίποτα. Και, δυστυχώς, περιστοιχίζομαι από ορδές τέτοιων τύπων. Δεν ξέρω τι τους πείραξε ‘ έλλειψη εμπιστοσύνης, κρυψίνοια, μανία καταδίωξης, οτινανισμός, προδομένη ψυχή, παγωτό καρότο ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.
4. ΒΡΟΧΗ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ ΜΟΛΙΣ ΜΠΕΙΣ ΣΕ ΚΤΙΡΙΟ
Αυτό πια, εμένα προσωπικά, μου έχει γίνει συνήθεια. Δεν αναφέρομαι μόνο στη βροχή συγκεκριμένα αλλά σε όλα τα γεγονότα και στα αποτελέσματα που προσπαθούμε με όλη μας τη δύναμη να καταφέρουμε ‘ μόλις τα πετύχουμε, εμφανίζονται ούτως ή άλλως. Κάνοντας την προσπάθεια μας ανούσια κι ευεργετώντας κάθε φορά τους ίδιους που δεν έχουν προσπαθήσει ποτέ για τίποτα. Παλιά πίστευα ότι αυτοί οι άνθρωποι θα την πατήσουν μια φορά, θα αλλάξουν και θα μάθουν, αλλά τώρα βλέπω καθαρά ότι δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί αυτό. Μπορεί να διαβάσει κανείς τους απαράβατους νόμους που κινούν το σύμπαν, αν πάρει στα χέρια του τη μοναδική τριλογία που έγραψε ο μεγαλύτερος σοφός όλων των εποχών. Ο Άρθουρ Μπλοκ.
Θα σας πω μια ιστοριούλα. Ήμασταν με ένα φίλο μου, τον Παντελή. Προσφέρθηκε να με πάει σπίτι μου με τη μηχανή του αλλά έβρεχε ελαφριά. Έτσι λοιπόν σταματήσαμε κάτω από μια τέντα μέχρι να κόψει η βροχή, γιατί βλέπαμε ότι τα σύννεφα περούσαν γρήγορα στον ουρανό και καταλάβαμε ότι αν περιμέναμε, κάποια στιγμή θα περνούσε από πάνω μια τρύπα στα σύννεφα, κι ας ήταν για λίγο.
Όντως, η βροχή σταμάτησε εντελώς και ξεκινήσαμε. Και τότε ήταν που μέσα σε δευτερόλεπτα ο ουρανός καλύφθηκε από μαύρα σύννεφα που κουβαλούσαν βροχή και ο τόπος σκοτείνιασε σαν να ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Άρχισε να βρέχει με τέτοια δύναμη, που δε βλέπαμε απολύτως τίποτα και δε μπορούσαμε να ακούσουμε το παραμικρό, αν και φωνάζαμε ο ένας στο αυτί του άλλου. Ήταν σαν να ταξιδεύαμε υποβρυχίως. Αν και πιστεύω ότι αν υπήρχε μια πανομοιότυπη μηχανή που θα πήγαινε παράλληλα με εμάς αλλά υποθαλάσσια, θα συναντούσε μικρότερη αντίσταση και θα πήγαινε γρηγορότερα.
Μετά από μισή ώρα και τεσσεράμισι ναυτικά μίλια φτάσαμε. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η βροχή σταμάτησε εντελώς. Έβγαλα τα βρεγμένα ρούχα μου και τα πέταξα απλά στο μπαλκόνι βάζοντας καινούρια, γιατί είχα συνάντηση στις πέντε. Έφτασα στις πέντε κι ένα λεπτό που δεν το λες και μεγάλη αργοπορία, αλλά είναι ίσα – ίσα για να μην έχω την ηθική ικανοποίηση ότι ήμουν στη ώρα μου.
Το συγγραφικό πόνημα του Άρθουρ Μπλοκ ψάξτε το μόνοι σας, μην περιμένετε να τα λέω όλα εγώ.
Οπότε κι εγώ ανέπτυξα μια ενδιαφέρουσα τεχνική για να πετύχω αυτό που θέλω. Αν, ας πούμε, προσπαθώ να μαζέψω φίλους στο σπίτι μου ένα βράδυ για να δούμε μια ταινία, υπάρχει περίπτωση μερικοί από αυτούς να μη μπορούν και, γενικώς, να συμβούν διάφορα που θα ακυρώσουν ή θα εμποδίσουν τη συνάντηση από το να συμβεί, για τον ίδιο λόγο που τείνει να βρέχει δυνατότερα όταν είσαι εκτός κτιρίου. Και με την ίδια λογική, αν το σπίτι μου είναι βρωμερό ή ασυμμάζευτο, οι επισκέπτες θα ενοχληθούν. Συνεκδοχικά, όσο περισσότερα πράγματα είναι πεταμένα από δω κι από κει, τόσο περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν ώστε όλα τα υπόλοιπα να κυλήσουν ρολόι. Για να αυξηθούν ακόμα περισσότερο αυτές οι πιθανότητες μπορώ ταυτόχρονα να δημιουργήσω τεχνητά κι άλλες «κακοτυχίες» ούτως ώστε να εξισορροπηθούν από αυτά που προσπαθώ να πετύχω, που θα ονομάσουμε «καλοτυχίες». Μπορώ για παράδειγμα να κανονίσω και κάτι άλλο ταυτόχρονα και να το ακυρώσω αργότερα, να αναποδογυρίσω ένα τραπέζι, να βγω στο κρύο και να αρπάξω ένα ελαφρύ κρύωμα με ρίσκο πνευμονίας, όλα αυτά είναι ιδέες και πιθανές εκδοχές. Με αυτή τη μέθοδο όμως θυσιάζω κάποια πράγματα για να έχω κάποια άλλα και αυτό συμβαίνει επειδή έχω πάρει απόφαση ότι ποτέ δεν πρόκειται να τα έχω όλα όπως θέλω.
Από τον παραπάνω κανόνα εξαιρείται ένας άνθρωπος στο Σύμπαν ολόκληρο, κι αυτός είναι ο Αντρέας που δεν επηρεάζεται πραγματικά από τίποτα. Είναι χειρότερος κι από όλο το FBI μαζί, πιο επικίνδυνος από το Ράμπο, πιο σκληρός για να πεθάνει κι από το Μπρους Γουίλις, πιο γρήγορος από τον Dave Lombardo και πιο ακριβοπληρωμένος κι από μια πίτσα με παστά ψάρια. Και χαίρομαι που τον έχω φίλο.
5. ΟΙ ΕΡΑΝΟΙ
Ναι, με εκνευρίζουν οι έρανοι. Μπορεί να σου φαίνεται περίεργο, αλλά είναι η τρομερή αλήθεια. Κι αν διαβάσεις παρακάτω, ίσως καταλάβεις ότι ούτε κι εσένα σου αρέσουν.
Για την ακρίβεια, με ενοχλεί ο τρόπος που γίνονται, όχι η ιδέα του να συγκεντρώνονται χρήματα ή πράγματα για ένα συγκεκριμένο σκοπό, πόσο μάλλον αν ο σκοπός είναι το να διοχετευθούν οι πόροι αυτοί σε ανθρώπους ή καταστάσεις που τα έχουν περισσότερη ανάγκη από αυτούς που τα έδωσαν.
Ο επί του θέματος ενοχλητικός τρόπος είναι ο εξής. Μου χτυπάει κάποιος την πόρτα. Του ανοίγω και λέμε «χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα». Μετά μου λέει ότι κάνουν έναν έρανο για τους άπορους της ενορίας, για να χτιστεί ένας τοίχος σχολείου που έπεσε από ένα γειτονικό χωριό, για να χρηματοδοτηθούν δύο αναπηρικά καροτσάκια για συνανθρώπους μας που δε μπορούν να τα αγοράσουν κλπ, κι αν μπορώ να δώσω κάτι, έστω και λίγο.
Ας πούμε ότι χρειάζονται τέσσερις χιλιάδες ευρώ. Άρα χρειάζονται τέσσερις χιλιάδες άτομα σαν εμένα που υποτίθεται ότι θα δώσουν από ένα ευρώ ο ένας. Αυτός που τριγυρνάει ή έστω απευθύνεται στον κόσμο, πρέπει να βρει και να παρακαλέσει τέσσερις χιλιάδες φορές. Και διερωτάμαι: τί τον εμποδίζει από το να πάει σε κάποιο άτομο που έχει ένα εκατομμύριο ευρώ και να του ζητήσει μόνο τέσσερις χιλιάδες, κάτι που γι’ αυτόν θα είναι πολύ ευκολότερο από εμένα που μου ζητάει ένα.
Κάποιος μπορεί να πει: «ναι ρε φίλος, αλλά αυτοί οι πλούσιοι είναι αδιάφοροι για τέτοια ζητήματα. Δε δίνουν λεφτά αυτοί, ρε φίλος ρε». Γιατί, πουλάκι μου; Προσπάθησες; Πήγες να τους ζητήσεις και δε σου έδωσαν; Είχαν πέντε κουβέρτες και δύο άλογα και αρνήθηκαν να τα αποχωριστούν; Μήπως δεν ξέρεις ποιοι είναι; Μπορώ εγώ να σου δώσω μερικά στοιχεία να ξεκινήσεις. Κάποιος χοντρός μουσάτος που έκανε αυτά πριν από κάτι χρόνια γύρισε και ταινία.
Μερικοί βρίσκονται χωμένοι βαθιά μέσα σε κάτι αρχιτεκτονικά εκτρώματα, στα οποία πηγαίνουν άλλοι άνθρωποι και αφήνουν τα λεφτά τους για να «φυλάγονται καλύτερα». Κάποιοι άλλοι γράφονται πάνω σε κάτι χαρτάκια, τα οποία τα βάζεις μέσα σε ένα φάκελο κάθε τέσσερα χρόνια, αν σου λέει κάτι αυτό. Αν δυσκολεύεσαι να θυμηθείς τα ονόματα, κράτα ένα χαρτί από αυτά για μια τετραετία και μετά πήγαινε βρες αυτούς που γράφει πάνω. Άλλοι πάλι πασχίζουν να αναμειχθούν σε πλήθος φτωχών επιδεικνύοντας τα ακριβά τους ρούχα και τα γυαλιστερά τους ρολόγια. Τους έχεις δει και το ξέρεις.
Και γενικά, μπορείς να δεις κάποιους να έχουν πολύ περισσότερα υλικά αγαθά από κάποιους άλλους. Δικαιότερο, τεκμαίρω, είναι να ζητήσεις από αυτούς συγκεκριμένα με τα πολύ περισσότερα από το να τα διανέμεις και να αλλάζεις απλά τη θέση ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν περίπου τα ίδια. Μου φαίνεται ότι άρχισες να μη βλέπεις με το ίδιο μάτι τους εράνους, έτσι μου φαίνεται εμένα.
Δεν είναι κακό κάποιος να έχει περισσότερα από κάποιον άλλο. Μπορεί να το άξιζε. Έκατσε, ασχολήθηκε με τη ζωή του, έκανε τις σωστές κινήσεις, πρόκοψε. Και είναι αμέσως – αμέσως καταλληλότερος για τους εράνους, μιας και οι έρανοι είναι τώρα το ζήτημά μας. Για να δούμε και μερικές άλλες ενδείξεις.
«Δώστε κι εσείς ότι μπορείτε και βοηθήστε να σωθεί μια ζωή.» |
Όχι ρε. Δε γουστάρω. Να πάει να τα δώσει αυτός που τα έχει. Είμαι σωστός και τυπικός, δεν πειράζω κανέναν, δεν πετάω τα σκουπίδια εκεί που δεν πρέπει, ανακυκλώνω, δε δέρνω και δεν πυροβολάω. Και δε βλέπω κανένα λόγο γιατί να είμαι μέρος κάποιων που θα συγκεντρώσουν λεφτά για να συμμαζέψουν τις καταστροφικές συνήθειες άλλων. Ίσα –ίσα, που μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, αν αντιληφθούν στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει με τα ίδια τους τα μάτια, θα προτιμούσαν, αν τους δίνονταν η ευκαιρία, να είναι αυτοί με τις καταστροφικές συνήθειες. Και δε θα έδιναν δεκάρα ούτε για τη φθορά του περιβάλλοντος ούτε για τις αντίξοες συνθήκες πείνας και ασθενειών που ζουν άλλοι ούτε για την εξαφάνιση ειδών ούτε για τη διαφύλαξη των παραδόσεων και φυσικά, ούτε για τους εράνους.
«Για κάθε αγορά σας από τα καταστήματά μας εμείς θα δίνουμε ένα σεντ για φαρμακευτική βοήθεια στην Αφρική.» |
Είναι αδιαμφισβήτητα αναγνωρισμένο και παραδεκτό ότι στην Αφρική θα φτάσει μόνο ένα μέρος της βοήθειας. Ας κάνουμε ένα πολύ χοντρικό υπολογισμό.
50% θα κερδίσει η φαρμακευτική εταιρία, γιατί μιλάμε για εμπόριο, κι ο έμπορος κάτι πρέπει να βγάλει ο καψερός για να αντισταθμίσει το ρίσκο του να μην κερδίσει τίποτα.
10% θα χαθεί στις διαφημίσεις, γιατί όχι μόνο πρέπει να σταλεί η βοήθεια, αλλά και πρέπει όλος ο κόσμος να το μάθει για να μην υπάρξει ούτε μια πιθανότητα για να τους ευγνωμονούμε λιγότερο από αιωνίως.
10% θα χαθεί στη μεσιτεία, δηλαδή θα πάρει για τον κόπο του αυτός που θα μαζέψει τα λεφτά και θα τα δρομολογήσει.
10% θα πάρει η ομάδα που θα συσταθεί και θα αναλάβει την αποστολή. Κάτι πρέπει να φάνε κι αυτοί οι καημένοι.
10% είναι το κόστος για να παραχθούν αυτά τα φάρμακα από του μηδενός.
10% είναι τα λεφτά – φάντασμα ή με άλλα λόγια άγνωστοι προορισμοί και μυστηριώδεις τοποθεσίες και συνωμοσίες που δε φαίνονται πουθενά, κι όμως, απορροφούν το συγκεντρωθέν κεφάλαιο το ίδιο καλά με τις φανερές συναλλαγές.
Δηλαδή μιλάμε για ένα 10% (και πολύ λέω) που είναι στην πραγματικότητα το ωφέλιμο ποσό. Το άλλο 90% παίρνουν από δω κι από κει, για να κάνουν τον έρανο πραγματικότητα. Εγώ όχι μόνο προσφέρω το χρόνο εργασίας μου αφιλοκερδώς, αλλά δίνω κι από πάνω αυτά τα λίγα που έχω για να υπάρξει μια πιθανότητα κάποιοι άνθρωποι πολύ μακριά από εμένα να ζήσουν λίγο καλύτερα, να έχουν μερικά από αυτά που έχω κι εγώ ή έστω να επιβιώσουν. Και το κάνω χωρίς να ξέρω αν όλα αυτά είναι αλήθεια. Αυτοί του 90% γιατί κοιτάνε πώς να βγάλουν από τη δική μου προσπάθεια και έχουν σκοπό το κέρδος; Ή μήπως δεν είναι κι αυτοί μέρος του εράνου;
Έχω κι άλλο ένα επιχείρημα. Αφού όλα αυτά τα λεφτά πέφτουν στο δρόμο σαν τα ψιλά σε μηχανές καζίνο, κι αφού η βοήθεια είναι τόσο εξευτελιστικά οικονομική της τάξεως των μερικών σεντς, γιατί δεν ξεκινάει από μόνη της η φαρμακευτική εταιρία να υιοθετήσει καμιά πενηνταριά χωριά ανώνυμα (όπως κάνω κι εγώ) και να στέλνει τα φάρμακα κατευθείαν εκεί, όπως ξέρει καλύτερα;
Δυστυχώς, το ξέρω κι εγώ ότι αυτά όχι μόνο είναι πολύ όμορφα για να είναι αληθινά, αλλά είναι και πολύ καλύτερα από την κατάσταση που στ’ αλήθεια επικρατεί. (Εδώ λείπει κείμενο το οποίο έγραψα και το ξαναέσβησα γιατί δεν το άντεξα). Δε μπορώ να αλλάξω μόνος μου τον κόσμο. Αν θέλω να λέγομαι θαρραλέος έχω το καθήκον να συσπειρωθώ με τους ομοίους μου. Αλλά δεν είμαι και ανόητος.
6. ΟΙ ΞΕΝΙΣΜΟΙ
Για να μη γίνομαι σπαστικός, ξέρω ότι η συγκεκριμένη γλώσσα λέγεται greeklish (προφέρεται γκρίκλις), και η μετάφρασή του σημαίνει ελληνικοαγγλικά. Οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι η αποκλειστικά γραπτή αυτή γλώσσα είναι στην πραγματικότητα ελληνικά γραμμένα με λατινικούς χαρακτήρες και αριθμούς. Ευτυχώς, γιατί αν ήταν και προφορική, όλοι θα μιλούσαν σαν καθυστερημένοι. Όχι ότι έχω κάτι εναντίον των καθυστερημένων, και θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, αλλά αν κάποιος δεν είναι και τον παριστάνει, στέκει περήφανα ανάμεσα στους κολοφώνες της ηλιθιότητας.
Αναπτύχθηκε με τη συχνή χρήση υπολογιστών σε ιστοσελίδες και εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης όπου, χοντρικά, γνωρίζεις κόσμο και μπορείς να συνομιλείς και να συναναστρέφεσαι μ’ αυτούς χωρίς να τους έχεις απέναντί σου. Η ευρεία διάδοση (όμως όχι η ολότητα) αυτού του είδους της επικοινωνίας γενικότερα οφείλεται στον σημαντικά μικρότερο βαθμό που αντιμετωπίζεις το συνάνθρωπο και δε σχετίζεται με εθνικότητα, ηλικία, κοινωνική ιδιαιτερότητα ή χρώμα.
Δηλαδή, όταν έχεις ένα άτομο απέναντί σου και του μιλάς, σημαίνει και για τους δυο σας πολύ περισσότερα από το να εμφανίζονται μερικά γράμματα στις οθόνες σας. Υπάρχει ένα συναίσθημα φόβου και ντροπής στις κοινωνικές συναναστροφές, που με τον απομακρυσμένο αυτό τρόπο μειώνονται αισθητά σε υποφερτά επίπεδα. Αν πατήσεις ένα κουμπί και κλείσεις μια συνομιλία δε θεωρείσαι και τόσο πολύ αντικοινωνικός και παρασάνταλος, αλλά αν μιλάς με κάποιον και σηκωθείς και φύγεις εντελώς απροειδοποίητα είσαι στα σίγουρα γομάρι. Γιατί στην πρώτη περίπτωση κανείς δε βλέπει τι κάνεις και τι ήταν αυτό το πιο επείγον που σε ανάγκασε να αποχωρήσεις, ενώ στη δεύτερη το πιθανότερο είναι να κάνεις σκηνή που θα δουν και θα σχολιάσουν και πολλοί άλλοι, αν σ’ αυτά δίνεις σημασία. Καλά έλεγε ο Δημητράκης στο «Σημειώσεις για την όραση», αλλά ποιος τον ακούει κι αυτόν τον καημένο. Η ιδέα της απομακρυσμένης κι ασφαλούς παρατήρησης είναι παρούσα κι εδώ, στον ίδιο βαθμό.
Η κάμερα, αυτός ο πανόπτης θεός, ικανοποιεί την επιθυμία μας για παντογνωσία. Το να παρατηρείς τους άλλους από αυτό το ύψος και γωνία. Οι διαβάτες περνούν μέσα κι έξω από το φακό, σα σπάνια υδρόβια έντομα.
Ακόμα πριν τη δεκαετία του ’70, πριν τους χίπηδες και τους ποπάδες, πριν τη μαζική εμπορική επανάσταση και το ίντερνετς ήξερε τι θα κάνεις. Όχι γιατί τον φώτισε μια παράξενη κι ακατάληπτη μαντάλα, ένας συμμετρικός άγγελος, αλλά γιατί ήσουν αηδιαστικά προβλέψιμος. Προβλέψιμος γεννήθηκες, προβλέψιμος επέλεξες να ζήσεις και προβλέψιμος θα πεθάνεις.
Th glwssa m edwsan ellhnikh…
7. ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΛΕΝΕ ΕΠΙΤΗΔΕΣ ΛΑΘΟΣ
Έλα τώρα, λες και είχα φέρει ποτέ άνθρωπο σε τόσο δύσκολη θέση, που αναγκάστηκε να επαναλαμβάνει τις ερωτήσεις μου για να κερδίσει χρόνο, προσπαθώντας να εφεύρει διάφορα για να γλιτώσει. Το ότι είναι δυνατόν να γίνει δε με εκπλήσσει. Το ότι συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου δε με ενοχλεί, όσο απροκάλυπτο κι αν είναι. Αυτό που με τρώει είναι το γιατί, όπως πάντα.
«Και που λες. ήμασταν στην παραλία…»
«Πού; Στο Ταμ – Τουμ;»
«Πώς γράφεται το αειθαλής;»
«Α-Ε-Ι-Θ-Α-Λ-Η-Σ».
«Φ-Η-Ξ-Δ-Γ-Θ-Κ-Ω-Β-Η-Ξ-Ζ-Γ-Ω;»
«Τηλέφωνο! Ρωτάει ο Νίκος, τι ώρα είχατε πει να βρεθείτε αύριο».
«Στις 9, στο ρολόι».
«Έλα, Νίκο μου, στις 11, στο γήπεδο».
Τι να πω. Αρχίζω να χάνω τα λόγια μου. Οι άνθρωπο που αντιμετωπίζω είναι ικανότατοι. Είμαι αδύναμος να τους παραβγώ.
Δυστυχώς, δεν τελειώνουν όλα εδώ. Σημαίνει όμως η απαρχή μιας αναζήτησης, αν δεν ανήκεις σε καμία ως τώρα κατηγορία, κι αν δεν έχεις συναντήσει τίποτα από τα παραπάνω, να κοιτάξεις λίγο πιο προσεκτικά, γιατί ίσως σε επηρεάζουν χωρίς να το καταλαβαίνεις. Κι αν βρεις ένα τρόπο για να τα αντιμετωπίζεις έστω και λίγο καλύτερα από εμένα που τα βλέπω κωμικά, πες το μου για να με απαλλάξεις από ένα βάρος. Και να πεις ότι έκανες κάτι καλό φέτος.
Alone, alone, all, all alone, alone on a wide, wide sea
And ne’er a saint took pity on my soul in agony.
Samuel Taylor Coleridge
{ Μόνος, μόνος, εντελώς, εντελώς μόνος, μόνος σε μια πλατιά πλατιά θάλασσα }
{ Και ποτέ κανένας άγιος δε λυπήθηκε την ψυχή μου μες στην αγωνία }
Κάθε φορά η ζωή δικαιολογεί τη φήμη της ως απρόβλεπτη. Τα πράγματα πηγαίνουν μια χαρά για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που έχω ξεχάσει, και ύστερα ξεκινάει μια διαβολεμένη σειρά από ατυχίες που κρατάνε τόσο ώστε να είμαι εντελώς πεπεισμένος για τρία πράγματα. Πρώτον, ότι είμαι έρμαιο της μοίρας και όσες προσπάθειες κι αν κάνω για να χτίσω και να διατηρήσω μια ευνοϊκή κατάσταση είναι μηδαμινές μπροστά στην παντοκρατορία της Θεάς Σύμπτωσης. Δεύτερον, ότι σε σχέση με κάποιους συνανθρώπους μου χωρίς σεβασμό και ιδανικά, που δεν έχουν παλέψει ποτέ για τίποτα αλλά καταφέρνουν τα πάντα με τα οποία καταπιάνονται, εγώ είμαι απλά ένας καημένος που πασχίζει μάταια για την απλή του επιβίωση, η οποία είναι κι αυτή θέμα σύμπτωσης. Και τρίτον, ότι ο κόσμος είναι ένα γελοίο ψέμα που με έκπληξή μου διαπιστώνω ότι όλοι το παίρνουν στα σοβαρά.
Αν εσύ που σκέφτεσαι ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν κι ετοιμάζεσαι να αραδιάσεις ένα σωρό αερολογίες ή μια τυχαία σειρά λέξεων, ίσως ανήκεις στην κατηγορία των ανθρώπων χωρίς ιδανικά χωρίς να το ‘χεις καταλάβει ή ακόμη μπορεί να είσαι ένας από αυτούς τους ελάχιστους που προσπάθησαν διάφορα στη ζωή και πέτυχαν, χωρίς να τους έχει βρει καμία ατυχία, πάλι από καθαρή σύμπτωση.
Όλα κάποια στιγμή φτάνουν σε ένα τέλος. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα ερχόταν τόσο σύντομα και τόσο απότομα. Το διασκέδαζα αρκετά μέχρι στιγμής, οφείλω να ομολογήσω. Αλλά τώρα δεν έχω άλλη επιλογή από το να παραδεχτώ την αλήθεια. Και η αλήθεια αυτή είναι ότι ήρθε το τέλος.
Είχα δώσει μια απάντηση για όλα όσα βρέθηκαν ανά τους καιρούς στο πέρασμα της σκέψης μου. Για τα υπόλοιπα είχα πάντα μια έτοιμη εξήγηση πρόχειρη. Όπως έχετε παρατηρήσει, τα σχόλιά μου πάνω στο καθετί είναι τόσο καλά τεκμηριωμένα που δε χωράει κανένα αντεπιχείρημα. Οποιοδήποτε ζήτημα θέλω να εξερευνήσω, το εξετάζω τόσο διεξοδικά έτσι που όποιος προσπαθήσει να πει ο,τιδήποτε έστω και λίγο διαφορετικό, μοιάζει αυτομάτως χαζός.
Και τότε ήταν που ήρθε το τέλος.
Έφτασα σε ένα τέρμα από το οποίο δε μπορούσα με τίποτα να ξεφύγω. Ένα αδιέξοδο που με ανάγκασε να σταματήσω απότομα. Και ήρθε ο καιρός να αλλάξω κάπως. Το περίμενα ότι αυτό μια μέρα θα ‘ρχόταν. Πίστευα ότι η αλλαγή και η «ωρίμανση» του μυαλού από τις καταστάσεις της ζωής θα επερχόταν αργά, ανάλογα και με το ρυθμό με τον οποίο εμφανίζονται. Όχι ως όραμα Κυρίου.
Αυτή τη στιγμή δεν ξέρω καν τι έχω. Μπορεί και να σκέφτομαι το ίδιο με πριν, μπορεί και όχι. Ίσως να είμαι λάθος τώρα, ίσως και να ήμουν πριν λάθος. Αλλά όμως από τη μια μεριά αισθάνομαι πολύ ωραία και από την άλλη εύχομαι αυτό που νιώθω να λήξει σύντομα. Το ότι θα εξιστορήσω ότι μου συνέβη δεν είναι πια γιατί νοιάζομαι για αν το διαβάσετε θα είστε ελαφρώς καλύτερα ενημερωμένοι για το τι γίνεται εκεί έξω. Ούτε ότι μπορεί να προετοιμαστείτε πιο αποτελεσματικά για να μην πάθετε τα ίδια. Για να ακριβολογώ, δε με απασχολεί καθόλου. Αυτό που με σπρώχνει είναι μια συνήθεια και ένα αδιόρατο αίσθημα αυτοσυντήρησης.
Ήταν Πάσχα. Οι άνθρωποι είναι πιο φιλικοί και πρόσχαροι αυτές τις μέρες και τις χρησιμοποιούν σαν αφορμή για να θυμηθούν τον ανθρώπινο εαυτό τους. Πηγαίνουν σε σπίτια φίλων και γνωστών τους που τους έχουν λησμονήσει τις πανομοιότυπες ημέρες της καθημερινότητας. Αισθάνονται ότι καθαρίζουν κάπως από τις αδικίες που έπραξαν όλον αυτόν τον καιρό που δεν κουβαλιούνταν στην εκκλησία. Τηρούν έθιμα για να δείξουν ότι δεν ξέχασαν τις ομολογουμένως κοινωνικότερες παραδόσεις των προγόνων τους.
Ο καιρός ήταν ξάστερος και λαμπερός. Ένα πανέμορφο πρωινό του Απριλίου, απολάμβανα τις διακοπές και τη χαλαρότητα της εξοχής και τον αναγχώδη ρυθμό της ξεγνοιασιάς και της καθαρής ευτυχίας. Συζητούσα με γνωστούς μου που παρέμειναν χαμένοι από εμένα τον καιρό που δεν τους αναζητούσα. Βγήκα έξω και διασκέδασα με τους φίλους μου, θυμηθήκαμε τα παλιά και σχεδιάσαμε τα καινούρια. Και μέσα σ’ όλο αυτό το γέλιο και τις φωνές, ήρθε μια στιγμή που όλα σώπασαν.
Τα παιδιά της γειτονιάς κλωτσούσαν τη μπάλα αθόρυβα. Τα βαρελότα φώτιζαν απότομα τον ουρανό, αλλά ο ήχος δεν ακολουθούσε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Όχλος χόρευε και φώναζε σε μια ανείπωτη σιωπηλή μουσική. Έμεινα έκπληκτος με τον εαυτό μου. Γιατί κατάλαβα ότι μέσα στον μεγάλο αυτό κόσμο, κανένας δε νοιάζεται για μένα. Απολύτως κανένας.
Είναι μεγάλες κουβέντες αυτές και πρέπει να τις προσέξουμε. Δε μιλάω για αστείες συζητήσεις και χαρούμενες συναναστροφές στις οποίες έτυχε αρκετές φορές να μην ακούσουν καλά τι είπες. Αναφέρομαι για την ίδια τη ζωή, στην ολότητά της. Από το πιο μικρό συμβάν μέχρι και την υπέρτατη θυσία. Για μένα, πραγματικά, δε νοιάζεται απολύτως κανένας.
Με ρωτούσαν πώς είμαι και πώς τα περνάω. Και απαντούσα το πολύ με δυόμισι λέξεις γιατί μέχρι να φτάσω στην τελευταία θεωρούσα ανούσιο το να συνεχίσω να απαντάω. «Είμαι μια χα…» Αφού αυτός που ρωτάει δεν ενδιαφέρεται στ’ αλήθεια να μάθει. Τότε γιατί λοιπόν κι εγώ να του πω;
Ακόμη κι ένα απλό «γεια» ή ένα «καλημέρα» το άκουγα επειδή ήμουν μαζί με άλλους ανθρώπους, όπως για παράδειγμα με τους γονείς μου ή με την αδερφή μου. Αν ήμουν μόνος μου, όχι μόνο δε μου μιλούσε κανένας στο δρόμο αλλά αναρωτιόντουσαν κιόλας από πού έρχεται η φωνή. Η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Έχω κι εγώ καλύτερα πράγματα να κάνω από το να απευθύνομαι σε ανθρώπους που δε θέλουν στ’ αλήθεια να μου μιλήσουν.
Φέτος μου παρουσιάστηκε η ευκαιρία να φύγω από την Αθήνα μόνιμα και να πάω στον τόπο μου, αλλά υπάρχουν μερικές διαδικαστικές δυσκολίες που με καθυστερούν. Φίλε μου, όταν με ρωτάς τι εκτιμήσεις κάνω για το μέλλον μου, που έχω το δικαίωμα να επιλέξω εγώ ο ίδιος, γιατί να σου πω, αφού κι εσύ δεν νοιάζεσαι στην πραγματικότητα να μάθεις; Θέλεις να γεμίσεις τη συζήτηση και να νυστάξεις για να πας σπίτι σου; Ρώτα με κάτι άλλο που θα νοιάζεσαι γι’ αυτό. Αν δεν έχεις τίποτα, κάτσε και μη μιλάς. Είναι τόσο απλό. Κάνε κάτι διαφορετικό ή πήγαινε πες τα σε κανέναν άλλο που κι αυτουνού δεν θα του καίγεται καρφί για το αν τα εννοείς αυτά που ρωτάς ή αν τα υποδύεσαι. Γιατί εμένα μου καίγεται.
Πολλοί μου λένε να μείνω στην Αθήνα ή να πάω αλλού ή να μην πάω πουθενά. Άλλοι με πιέζουν ότι είναι καιρός να αποφασίσω για μερικά πράγματα, άλλοι μου λένε ότι έχω χρόνο κι άλλοι μου λένε να μην αποφασίσω τίποτα ποτέ γιατί τα πράγματα θα έρθουν από μόνα τους. Και όλα αυτά γιατί είναι «σωστό». Ήθελα να ‘ξερα αν έβαζα όλες αυτές τις ιδέες σε ένα τετράδιο και τις έδινα να τις διαβάσει ο καθένας από αυτούς, τι θα έλεγαν σε όλους όσων η γνώμη δεν ήταν αυτή που επιλέχθηκε από τη θέση αυτού που είναι στη μέση, ο οποίος, μαγικά, έχει ήδη χάσει το δικαίωμα να απαντήσει για τον εαυτό του.
Ξεφεύγουμε όμως από το θέμα μας. Βασικά, ήμουν σε μια σχετική απόγνωση. Το επιχείρημα αυτό ήταν από μένα για μένα. Το ότι δεν πρέπει να ξανασχοληθώ με κανέναν αφού κανένας δε νοιάζεται για μένα ήταν αδιάσειστο και καλά τεκμηριωμένο. Τα δικά μου όπλα στράφηκαν εναντίον μου. Και δε μου άρεσε που δεν έκανα τίποτα γι’ αυτό. Προσπαθούσα να αναπτύξω τη θέση αυτή σε οποιονδήποτε γνωστό ή φίλο για να με βγάλει από αυτό το φιλοσοφικό τέλμα, μάταια όμως γιατί κατ’ αρχήν κανένας δεν έπαιρνε στα σοβαρά το τι έλεγα και ύστερα από ένα σημείο βαριόμουν κι εγώ να συνεχίσω να εξηγώ αφού κανένας δε μ’ άκουγε.
Και παρέμεινα έτσι μέρες πολλές σε περισυλλογή, από την οποία δε μπορούσα να βγω αφού αυτό που έκανα ήταν ολόσωστο. Άρα δεν υπήρχε λόγος να κάνω κάτι διαφορετικό. Όμως από την άλλη μεριά ούτε μπορούσα να μην ξαναμιλήσω σε κανέναν. Επίσης δεν ήθελα κανένας να μου μιλήσει αφού, όπως είπαμε παραπάνω, προσποιείται και δεν επιθυμεί να μου μιλήσει στ’ αλήθεια από καθαρό ενδιαφέρον.
Δεν είμαι αυτοκαταστροφικός ούτε εγωκεντρικός ούτε καταθλιπτικός, αλλά προσγειωμένος. Τα πράγματα είναι απλά.
Μέχρι που η αδερφή μου, αυτός ο άγγελος επί γης, πρόσεξε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Με ρώτησε τι έχω και υποσχέθηκε να μη διακόψει την αφήγησή μου, όποιος κι αν ήταν ο λόγος ή η απορία που θα ΄χε. Και της είπα όλα τα παραπάνω.
Χρειάστηκαν μέρες να βρεθούμε μόνοι οι δυο μας να συζητήσουμε. Εξάλλου, αυτό δεν ήταν ζήτημα που απαντιέται μεμιάς ούτε θέμα που εξαντλείται με δυο προτάσεις. Δε θυμάμαι τι μου είπε και ούτε καν αυτή η ίδια. Καλό θα ήταν να θυμόμουν, για να ανατρέχω κάθε φορά που αισθάνομαι χαμένος. Ούτε αυτή κατάλαβε ότι μου έκανε τόσο καλό και με άλλαξε τόσο ‘ το μόνο που προσπαθούσε ήταν να δει τι έχω και είμαι έτσι και να προσπαθήσει να το βγάλει από μέσα μου. Όταν τελείωσε όμως, ήμουν άλλος άνθρωπος. Είδα νόημα στα πράγματα. Έριξε το σιδηρό παραπέτασμα, και πίσω του είδα ένα γενναίο νέο κόσμο.
Μου είπε ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται για κάποιο λόγο. Κάποιες καταστάσεις τους οδήγησαν να πουν αυτά που είπαν και να με αντιμετωπίζουν έτσι. Οι αποφάσεις που επέλεξαν να ακολουθήσουν τους έκανε αυτό που είναι σήμερα. Από τότε, όποιον έβλεπα να μιλάει και να κάνει κάτι, φανταζόμουν όλη του τη ζωή να περνάει μπροστά από τα δικά μου μάτια σε τέτοιο σημείο, που να μπορώ να προβλέψω τι θα κάνει.
Τώρα πια, είμαι διατεθειμένος να ακούσω ο,τιδήποτε έχει να μου πει κάποιος, όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό, από το σκορ του χτεσινού αγώνα και τον καιρό της εβδομάδας μέχρι τα βαθύτερα εσώψυχά του. Αλλά αν δεν τα λέει με ειλικρίνεια κι ενδιαφέρον, πρώτα προς τον εαυτό του και ύστερα δείχνοντας την εμπιστοσύνη του σ’ εμένα (όπως τη δείχνω κι εγώ σ’ αυτόν), να μην περιμένει να του δώσω την παραμικρή αληθινή σημασία. Από μια άποψη, πρέπει να παραδεχτώ ότι τους καταλαβαίνω, αφού εκδηλώνουν ένα κατεξοχήν ποδοσφαιρικό ενδιαφέρον για εμένα. Παρατηρούν τα γεγονότα φαινομενικά με υστερική προσήλωση, θέλουν να μαθαίνουν τα πάντα και δεν επηρεάζονται παραμικρώς στη ζωή τους όποια και αν είναι η κατάληξη των γεγονότων εκτός κι αν έχουν στοιχηματίσει.
Και φεύγοντας από την πανέμορφη εξοχή, ο πατέρας μας μάς είπε: «Καλό ταξίδι, παιδιά μου. Να προσέχετε τους κακούς. Ξέρετε ποιοι είναι οι κακοί; Όλοι. Μέχρι αποδείξεως του εναντίου».
Τώρα το ξέρω αυτό. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να το μάθεις. Δε μπορείς να ξέρεις πόσο κόβει ένα μαχαίρι αν δεν κόψεις το χέρι σου έστω και λίγο. Όπως κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν έρχονται σ’ αυτόν που τα περιμένει. Έρχονται σ’ αυτόν που είναι διατεθειμένος να θυσιαστεί ανάλογα για να τα αποκτήσει. Είναι ένας κακός, κακός κόσμος. Κι εγώ, δεδομένων των συνθηκών πρέπει να βάλω σε εφαρμογή τα πιο δραστικά μέτρα για να τον αντιμετωπίσω.
ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ
Κάποιος Νικολά – Γκαμπριέλ απέκτησε γιο μια ανεμοδαρμένη πανσεληνόλουστη βραδιά, ύστερα βγήκε έξω με το τσιγάρο στο στόμα, άρχισε να περπατάει και δεν ξαναγύρισε. Ο γιος του δεν ξαναβρήκε ποτέ τα ίχνη του, και πέθανε μόλις πάτησε τα είκοσι, αλλά πρόλαβε κι έκανε τη μεγαλύτερη ανακάλυψη όλων των εποχών.
Μια κοπέλα έμεινε μόνη της σε ένα ξεχασμένο καταφύγιο στις παρυφές ενός πολύ επικίνδυνου δάσους, όπου ζούσε ένας μυστήριος ερημίτης που υποσχέθηκε ότι θα ξαναγυρίσει, φεύγοντας στην πλάτη ενός πολύ παράξενου πλάσματος. Αυτή βαρέθηκε να τον περιμένει να επιστρέψει και μπήκε μόνη της στο μοναδικό μέρος που της είχε πει να μην πατήσει. Στη Σπηλιά των Θαυμάτων.
Τρεις πονηροί τυχοδιώκτες ανέλαβαν να συνεργαστούν για να βρουν τι ήταν αυτό που έκρυβε ένα μυστηριώδες βουνό και απειλούσε να καταστρέψει τον κόσμο ολόκληρο, απαντώντας σε δεκαεφτά χιλιάδες ερωτήσεις.
Κι εγώ προσπαθώ να μάθω τι απέγιναν όλοι αυτοί. Με έχουν αναζητήσει πολλές φορές. Αλλά εγώ, ασχολιόμουν με πράγματα που με πίεζαν να κάνω. Τώρα πια, δε βλέπω κανένα λόγο γιατί να μην κάνω αυτό που θέλω, ακόμα και υπό την απειλή της κοινωνικής αποξένωσης, αφού η ίδια αυτή κοινωνία μου έχει αποδείξει πάμπολλες φορές, και μάλιστα με τον πιο περίτρανο τρόπο, ότι δε με θέλει ούτε με χρειάζεται.
Επειδή υπάρχει περίπτωση να γίνουν αρκετές παρανοήσεις, οφείλω να κάνω κι εγώ εξαρχής ορισμένες επισημάνσεις. Αν και η πατρίδα μου δεν έχει αλλάξει σημαντικά τελευταία, οι πρωτοστάτες της φαίνεται να την εγκαταλείπουν συνεχώς στις δυσκολίες. Εξαφανίζονται μέσα σε ένα λαβύρινθο τηλεοπτικής ανωνυμίας διατηρώντας ζωντανή και αειθαλή την προπαγάνδα της ισορροπίας και της μονιμότητας, διακυβεύοντας ένα συναίσθημα το οποίο ο καθένας λαχταράει. Ύστερα, πρωτοστάτες γίνονται άλλοι, κάνοντας τα ίδια με τους προηγούμενους. Κι εμείς οι ταλαίπωροι ψυχαναγκαζόμαστε τρομοκρατικά να ταυτίσουμε την πατρίδα μας με όσους εμείς οι ίδιοι εκλέξαμε για να την καθοδηγούν. Ταυτοσημαίνουμε το άλογο με τον αναβάτη. Μόνο που ο αναβάτης έχει πετάξει το άλογο από το γκρεμό καμιά τριανταριά φορές, κι αυτό, που παραδόξως επιβιώνει, το δίνουμε να το καβαλήσει κάποιος που το έχει ξαναρίξει. Αν αύριο εγώ ηγούμαι της πατρίδας και πω να καούμε όλοι γι’ αυτήν, δε νομίζω κανένας να βάλει φωτιά στον εαυτό του. Το πιο πιθανό είναι να πουν ότι ο ηγέτης είναι κανένας τρελός. Σύμφωνα με τους άλλους έχω γίνει απαίσιος και πλατωνικός απέναντί της αλλά σύμφωνα μ’ εμένα δεν έχω κάνει τίποτα απρόκλητα.
Η πατρίδα είναι μια έννοια διαφορετική από τα άτομα που συναποτελούν την ηγεσία της, ακόμα και την ολότητά της. Η πατρίδα είναι μια ιδέα. Και δεν υπάρχει παραπάνω. Αθάνατη, επιβιώνει μέσα από τις μνήμες των παλαιών πατριωτών της, έτοιμη όταν έρθει η ώρα να λάμψει και πάλι. Δε μπορώ να την ταυτίσω με κανέναν άνθρωπο.
Έτσι λοιπόν, για να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, δεν έχω κάτι εναντίον της πατρίδας μου. Ίσα – ίσα που δουλεύω υποχθόνια για τη διατήρηση άμωμης της ιδέας στον ύψιστο βαθμό της, υπονομεύοντας έμμεσα κάθε προσπάθεια για την υποβίβασή της. Δε νιώθω κάτι ενάντια «σ’ εσάς τις γυναίκες» ούτε «σ’ εσάς τους άντρες». Δε βάζω τον εαυτό μου απέναντι στους ανθρώπους γενικότερα ούτε στους θεσμούς. Εχθρεύομαι μόνο όσους και όσο εχθρεύονται κι εμένα.
Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Subscribe to:
Αναρτήσεις (Atom)