Ο Φρόλο λέει:
"Τα πηγαίνετε πολύ καλά, αγαπητέ κύριε. Μέχρι στιγμής δε με έχετε απογοητεύσει. Και δεν είμαι άνθρωπος που λέει κάτι τέτοιο στον οποιονδήποτε. Συνεχίστε έτσι και θα φτάσετε στο επιθυμητό επίπεδο. Προσοχή στις καλές πράξεις, μπορεί στην πορεία να βλάψουν την εικόνα σας. Πορευτείτε με πίστη στον εαυτό σας και προσέξτε τη σκάλα, γλιστράει λίγο.
Το επόμενο επίπεδο ονομάζεται της Δίκαιης Ανταπόδοσης. Όπου μπορείτε να καρπωθείτε τα αγαθά των κόπων σας και να απολαύσετε τον κόσμο που έχετε κάνει δικό σας. Καλή κατάβαση."
Dies irae! Dies illa! Solvet saeclum in favilla. Quando Judex est venturus.Confutatis maledictis, flammis acribus addictis. Voca me cum benedictis. Gere curam mei finis
Νικάμε! Ο πόλεμος
βαίνει καλά και από τις εχθροπραξίες έχω σχεδόν κερδίσει την ησυχία μου. Ίσως
φαίνεται μικρή η ωφέλεια αλλά όποιος κρίνει χωρίς να την έχει χάσει ποτέ, δε
μπορεί να ξέρει. Αν καμιά φορά βρεθεί στη μέση με ανθρώπους να του φωνάζουν από
παντού και να απαιτούν πράγματα, θα καταλάβει τι εννοώ, και τότε θα αναζητήσει
απεγνωσμένα έστω κι ένα λεπτό ησυχίας. Το αποτέλεσμα θα το δούμε σε μερικούς μήνες,
πάντως.
Έχεις δοκιμάσει
ποτέ να βάλεις το χέρι σου μέσα σε σκυλόσπιτο, με το σκυλί μέσα; Δεν είναι το
ίδιο με το να πας να χαϊδέψεις ένα σκυλί στο δρόμο. Αν δεν έχει φιλικές
διαθέσεις, το πολύ – πολύ να τρομάξει και να φύγει. Τα ζώα κατά κανόνα
φοβούνται τον άνθρωπο και τον αποφεύγουν. Αν όμως το καημένο το σκυλάκι είναι
στο σπιτάκι του κι εσύ προσπαθήσεις να επέμβεις σ’ αυτό το χώρο, θα σε φάει. Όσο
φίλος του κι αν έχεις την εντύπωση ότι του είσαι. Το ζήτημα δεν είναι στο ότι «νομίζει
ότι θα του πάρεις το φαγητό», όπως βιάζονται να υποστηρίξουν σχεδόν όλοι. Είναι
στο ότι το σκυλί δεν έχει πού αλλού να πάει. Το μοναδικό μέρος όπου αισθάνεται
ασφαλές είναι σ’ αυτό το βρωμερό ξύλινο κουτί που μπάζει βροχή και αέρα. Κι εσύ
πας να διαταράξεις ακόμα κι αυτό. Δεν έχεις κανένα λόγο να το κάνεις και, προς Θεού,
δεν έχεις λόγο να «ζηλέψεις το σκυλί».
Αρκετά όμως με τις συνήθειες
των σκύλων. Το θέμα μας είναι ο πόλεμος που πραγματικά μαίνεται εκεί έξω.
Κατάσκοποι στο αντίπαλο στρατόπεδο με έχουν ενημερώσει για την εσωτερική φθορά
του εχθρού. Κι όσο ο εχθρός φθίνει και φθείρεται, τόσα περισσότερα πράγματα (που
ακόμα και το πιο ταπεινό βρωμόσκυλο έχει) κερδίζω ξανά.
Η ησυχία και η
ηρεμία είναι αγαθά που οι περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να χάσουν για να τα
εκτιμήσουν. Γενικότερα φαίνεται ότι δεν είναι καν άξια λόγου η απώλεια της προσωπικής
ηρεμίας. Κι όμως είναι ένα αδιαμφισβήτητο και σεβαστό δικαίωμα του καθενός. Όσο
φίλος και να’ σαι με κάποιον, αν ποτέ ξεχάσεις, πρέπει να πάρεις μια βαθιά ανάσα
και ν’ αντιληφθείς ότι δεν είσαι αυτός. Δε μπορείς να πάρεις τη θέση του. Δεν
παίρνεις αποφάσεις αντί γι’ αυτόν. Η ζωή του δε σου ανήκει. Είσαι ένας άλλος άνθρωπος.
Και θα ‘πρεπε να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου αντί να προσπαθείς να είσαι
περήφανος γιατί αυταπατάσαι ότι έχεις ελέω Θεού δικαιώματα να τον ορίζεις.
Έχει τύχει αρκετές
φορές σ’ εμένα, αλλά και σε δικά μου άτομα, να είναι αδύνατο να βρεθεί μια
χρονική στιγμή ελεύθερη από εξωτερικές παρεμβάσεις οποιουδήποτε είδους. Πέφτω
να κοιμηθώ και μόλις με πάρει ο καλός ο ύπνος παίρνει τηλέφωνο κάποιος να δει τι
κάνω. Όταν του μιλήσω κάμποσο και κλείσουμε, μόλις με ξαναπάρει ύπνος βαθύς και
επαίσχυντα αδιατάρακτος, ξαναχτυπάει το τηλέφωνο και είναι άλλος ο οποίος καλεί
για τον ίδιο λόγο. Αυτό συμβαίνει επειδή έχω αφήσει να εννοηθεί ότι πρέπει να
μου τηλεφωνούν όταν θεωρούν σωστό, ακόμα και για ασήμαντο λόγο. Και δυστυχώς, η
ιστορία δε σταματάει μόνο στα τηλεφωνήματα.
Η ίδια ιστορία
συνεχίζεται και όταν χτυπάει το κουδούνι σου μες στη μαύρη νύχτα, που ακόμα και
ο πιο φυσιολογικός άνθρωπος θα σκεφτεί φοβισμένος ότι συνέβη κάτι τρομερό. Αλλά
είναι απλά μερικοί φίλοι που σκέφτηκαν ότι έχει έρθει η υψηλή ώρα να περάσετε
χρόνο μαζί, και σκέφτηκαν να σου κάνουν έκπληξη. Άλλη περίπτωση του ίδιο
μοτίβου είναι όταν έρχεται κάποιος να σ’ επισκεφθεί και κάθεται στο ίδιο σημείο
τριανταέξι ώρες απαιτώντας να του βάλεις φαγητό και να τον βάλεις να κοιμηθεί
και να του δείξεις και κάτι ωραίο κι ενδιαφέρον.
Αυτό με το
τηλεφώνημα μάλιστα, μου συνέβη και τώρα πρόσφατα. Ήμουν ξύπνιος από τις τεσσεράμισι
το πρωί και δούλευα ως το μεσημέρι. Μετά γύρισα σπίτι, έφαγα, κι έπεσα να
κοιμηθώ γιατί ήμουν κουρασμένος. Και κατά τις τρεισήμισι το μεσημέρι, μες στον
ύπνο μου, χτυπάει το τηλέφωνο και με ρωτούσαν, από κάποιο τηλεφωνικό κέντρο
προφανώς, σε ποια διεύθυνση να στείλουν το μενταγιόν. Ευτυχώς που έπιασα αμέσως
το νόημα και τους έδωσα μια διεύθυνση που δεν υπάρχει και ένα όνομα που αν το
καλοσκεφτείς είναι πολύ αστείο. Το καλό είναι ότι με προειδοποίησαν ότι υπάρχει
χρέωση δέκα ευρώ για τα μεταφορικά έξοδα. Πολλοί γνωστοί μου, που τους εξιστόρησα
το περιστατικό, μου είπαν ότι φταίω εγώ κι όχι αυτοί που με πήραν τηλέφωνο για
το μενταγιόν. Και ίσως και να ‘χουν δίκιο. Έπρεπε να ζητήσω και συγνώμη από την
τηλεφωνήτρια που την έκανα να χάσει το χρόνο της μαζί μου που έκανε λάθος στο
νούμερο, παίρνοντας και μες στο μεσημέρι. Αλλά εγώ είμαι της αντίθετης γνώμης .
Καλό είναι να σεβόμαστε μερικά πράγματα τα οποία, επειδή τα βλέπουμε μπροστά μας
και δεν κοιτάει κανένας, δε σημαίνει ότι πρέπει να τα παίρνουμε κιόλας. Γιατί
είναι κάποιου, κι αυτός ο κάποιος θα φωνάξει. Και όχι μόνο αυτό, καμιά φορά αυτός
ο κάποιος θα είσαι εσύ.
Έχει καταντήσει
δύσκολο να κρίνεις πια. Στα κινούμενα σχέδια που έβλεπα μικρός, καταλάβαινες
αμέσως ότι ο κακός ήταν ο άσχημος που φορούσε μαύρα, γελούσε τρομακτικά και ήθελε
να κατακτήσει τον κόσμο. Τώρα, που υποθετικά μεγάλωσα, βλέπω σε κάποιους που
συμπεριφέρονται έτσι να τους χειροκροτούν και να τους λένε και μπράβο. Οι φίλοι
και συμπολεμιστές στα καρτούν ήταν εκεί κάθε φορά που χρειαζόταν. Όποτε τα
πράγματα δυσκόλευαν, έβγαιναν μπροστά και υπερασπίζονταν, ακόμα και με ρίσκο τη
ζωή τους, τους φίλους τους. Τώρα πάλι, οι φίλοι κλαίγονται ότι είναι αδερφικοί
και ότι βοηθάνε και υποστηρίζουν, αλλά οι πράξεις τους περίτρανα αποδεικνύουν
το αντίθετο. Ακόμα και μισή πιθανότητα να φανερωθεί που να είναι δυνατό να
ενεργήσουν εις βάρος σου, θα το κάνουν, εντελώς φιλικά κι αδερφικά, ακόμα κι αν
οι ίδιοι δεν έχουν να κερδίσουν απολύτως τίποτα και δεν επηρεάζονται καθόλου.
Τι να πει κανείς…
Βαρέθηκα σ’ αυτή
την κατάσταση. Είναι να μη βαριέται κανείς; Δυστυχώς όμως, ο πόλεμος φαίνεται
να κρατήσει καιρό ακόμα. Δεν πειράζει. Έχω επιβιώσει και από χειρότερες
καταστάσεις της ζωής. Μόλις τελειώσω με τις πολεμικές επιχειρήσεις, το ξέρω ότι
ο καιρός θα φτιάξει. Τα σύννεφα θα διαλυθούν και η μέρα θα σημάνει την απαρχή
μιας νέας εποχής. Και τότε, ίσως, οι εχθροί μου καταλάβουν ότι δεν είναι και
τόσο συνετό να τα βάζει κανείς μαζί μου. Αλλά εγώ δε θα νοιάζομαι πια. Γιατί θα
‘μαι μακριά.
Θα συνεχίσουμε ως το τέλος, θα
πολεμήσουμε στη Γαλλία, θα πολεμήσουμε στις θάλασσες και τους ωκεανούς ‘ θα πολεμήσουμε
με ολοένα και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και δύναμη στον αέρα. Θα υπερασπιστούμε
το Νησί μας, όποιο κι αν είναι το κόστος. Θα πολεμήσουμε στις παραλίες, θα
πολεμήσουμε στους διαδρόμους προσγείωσης, θα πολεμήσουμε στα χωράφια και στους δρόμους,
θα πολεμήσουμε στους λόφους. Δε θα παραδοθούμε ποτέ.
Άσοι ψηλά! |
Μετά
την απομάκρυνση του άμαχου πληθυσμού κηρύσσεται ο πόλεμος. Δε θα δημοσιεύονται
νέες αναρτήσεις εκτός από ανταποκρίσεις του μετώπου και πειρατικές εκπομπές
παράνομων σταθμών. Καλή μου επιτυχία. Μέχρι το Μάιο πιστεύω να έχω κερδίσει.
Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε! Θα επανέλθουμε με νεότερα πολεμικά νέα και νουμεροειδείς καταστάσεις. Υγιαίνετε!
Θέλω να τονώσω την προσοχή σας κατά
την ανάγνωση του παρακάτω κειμένου, καθώς μπορεί να σας βλάψει τα μάτια. Κι
αυτό γιατί το κείμενο είναι κακό. Και είναι κακό γιατί το γράφω εγώ, ένας
κακός.
Ναι, είναι η πικρή αλήθεια. Έγινα
κακός. Με τον εαυτό μου και με τους άλλους. Όσοι έτυχε να διαβάσουν και
παρελθοντικά κείμενα αυτού του ιστολογίου, είναι πλέον σίγουροι στη θέση ότι
κακός είμαι μόνο εγώ και κανένας άλλος, που κάνει ακριβώς τα ίδια. Το έχουμε
θίξει και το έχουμε αποδείξει, με επιχειρήματα.
Μιλώντας πιο σοβαρά τώρα, θα μπούμε
στο θέμα μας. Πόσα πράγματα που κάνω θεωρούνται αποφευκτέα; Τι έκανε τον κόσμο
να μου αναρτήσει αυτό το χαρακτηρισμό; Πόσο κακός έχω γίνει; Με είδαν να δέρνω
παιδιά; Να πουλάω ναρκωτικά; Έχω πυροβολήσει πέντε – έξι; Απειλώ τους ανθρώπους
και τους κλέβω; Επιθυμώ τη γυναίκα του πλησίον μου;
Όλοι ξέρουν ότι δεν έχω κάνει ποτέ
αυτά τα πράγματα. Μερικοί μάλιστα, που δυστυχώς αποφεύγουν να αναλογιστούν τη
συνολική μου προσωπικότητα, με λένε και «καλό παιδί». Όμως τα φαινόμενα απατούν.
Ένα πράγμα κάνω, τρισχειρότερο από όλα τα παραπάνω μαζί. Κι αυτό το πράγμα
είναι ότι προσπαθώ να ζήσω τη ζωή μου. Κι ανακάλυψα ότι ούτε εξομολόγηση με
σώζει, αφού το αηδιαστικό αυτό αμάρτημα προσπαθώ να το κάνω όλη μου τη ζωή, με
ιδιαίτερο ζήλο.
Πρέπει εδώ να τραβήξουμε μια γραμμή
και να ξεχωρίσουμε τη διαφορά ανάμεσα στο «ζω τη ζωή μου» και στο «προσπαθώ να
κάνω ότι μου γουστάρει κι επειδή δεν έχω δουλειά να κάνω μπαίνω στη ζωή των
άλλων και ύστερα το βαφτίζω ότι ζω τη ζωή μου». Έχουν διαφορά και μεγάλη
μάλιστα. Αλλά υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι
που προσπαθούν να θολώσουν τη διαχωριστική αυτή γραμμή εξωθούμενοι από την
αυτοσυντήρηση και όντας έχοντας βρει δύο αντίθετες απαντήσεις για οποιοδήποτε
ερώτημα.
Στον παραπάνω ισχυρισμό υπάρχουν δύο
σκέλη, θα τα εξετάσουμε αμέσως, και ύστερα θα χαρακτηρίσουμε τη συγκεκριμένη
φιλοσοφία με το πιο πετυχημένο επίθετο που έχω βρει. Εδώ χρειάζεται προσοχή.
Υπάρχει κίνδυνος να μη θέλεις να παραδεχτείς ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το καλό
με το να μη θέλεις να δεις τα πράγματα, είναι ότι ξεγελάς τους άλλους και,
ίσως, και τον εαυτό σου ότι δε σε έχουν κοροϊδέψει, αλλά υπάρχει και κακό, που είναι
ότι συνεχίζεις να αφήνεις τους προαναφερθέντες στο ευγενές τους έργο.
Έχετε υπ’ όψιν ότι αυτά τα άτομα δεν
υποδεικνύουν το τι πρέπει να γίνει αλλά το υποβάλλουν. Δηλαδή δε σου λένε ότι
πρέπει να κάνεις αυτό κι αυτό. Σε επηρεάζουν χωρίς να το καταλαβαίνεις σιγά –
σιγά, και σε αναγκάζουν να διαμορφώσεις ολόκληρη την προσωπικότητά σου με βάση
τη δική τους αντίληψη, έτσι ώστε από μόνος σου να σκεφτείς ότι πρέπει να κάνεις
αυτό κι αυτό. Και το ευχαριστιούνται κι από πάνω. Το βλέπεις στα μάτια τους ότι
το ευχαριστιούνται. Όταν αυτό που έχουν πει το κάνεις, εκείνη τη στιγμή
χαμογελάνε κλείνοντας τα μάτια σε ένα μειδίαμα ανακούφισης. Αν επιλέξεις να
κάνεις κάτι δικό σου τότε, Χιούστον, έχουμε πρόβλημα. Θα σε ακολουθεί συνέχεια
με αγωνία και θα προσπαθεί να «σε γλιτώσει από το να κάνεις κάτι που θα το
μετανιώνεις». Κι αν τελικά κάνεις το δικό σου, θα νευριάσει και θα κάνει καιρό
να σου ξαναμιλήσει και, ακόμα και τότε, θα είναι πιο κρύος και πιο απόμακρος.
Πρωτεύοντα συναισθήματα είναι υπεύθυνα
για τη συμπεριφορά των ανθρώπων, αν το καλοσκεφτείς, και όχι παράγωγα. Ο φόβος,
ας πούμε, είναι πρωτεύον. Η πειθαρχία είναι παράγωγο και πηγάζει από το φόβο
ότι θα σου συμβεί κάτι άσχημο αν δεν κάνεις κάτι συγκεκριμένο. Και, στη δική
μας περίπτωση, ίσως μιλάμε για μια μορφή φόβου, αυτή του να είσαι κοινωνικά
αποκλεισμένος. Φαντάσου τον εαυτό σου να μη θέλει να συναναστρέφεται κανείς μαζί
σου. Φαντάσου τον, να μη σε κάνει κανένας παρέα. Και να μη σου μιλάει κανείς. Δε
θα ήθελες αυτή η κατάσταση να σταματήσει; Δε θα ήθελες να κάνεις κάτι γι’ αυτό;
Τώρα, υπάρχει λύση. Αν δεν ασχολείται
κανένας με τη ζωή σου, τότε μπορείς να ασχοληθείς εσύ με των αλλωνών, να προσπαθήσεις
να τις επηρεάσεις και να τις αλλάξεις, βρίσκοντας, για αρχή, κάτι να
ασχοληθείσαι για πάντα, ύστερα, δε σου λέει κανείς τίποτα και δεν παραπονιέται
αφού είναι εντελώς αδαείς περί του γεγονότος, και τέλος, ανακατεύεσαι με το κοινωνικό
σύνολο κι αισθάνεσαι μοναδικός και χρήσιμος. Να σε χαίρονται οι γονείς σου. Μα
φυσικά και θα σε χαίρονται, αυτοί σε δίδαξαν αυτή τη φιλοσοφία της ζωής.
-
Μαμά, μαμά! Σήμερα είπα στη Νατάσα πόσο καλή φίλη μου είναι, και ότι τα μαλλιά
της δεν της πάνε, κι αυτή πήγε και κουρεύτηκε.
-
Μπράβο, παιδί μου.
Το βλέπετε αυτό που γίνεται, έτσι
δεν είναι; Ο γονιός επιβραβεύει το παιδί του γιατί ήταν τόσο πονηρό που
ανάγκασε τη φίλη της να πάει να κουρευτεί. Θα μπορούσε όμως να της πει, σα
γονιός, ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος. Θα μπορούσε να τη μαλώσει, γιατί έφτασε
σε υπερβολικό σημείο και το ξεπέρασε. Αφού είδε ότι η Νατάσα είναι ανίκανη
ακόμα να κρίνει και να αποφασίσει, έχοντας χαμηλή αυτοπεποίθηση, θα έπρεπε σα
φίλη να την προστατέψει και να την αποτρέψει από το να χαλάσει τα μαλλιά της.
Ειδάλλως αυτό είναι καθαρή κακία. Θα μπορούσε να της πει ότι, όντας μεγαλύτερη
και μητέρα, κατάλαβε για το ζήτημα, που σίγουρα δεν ήταν τα μαλλιά, που μπορεί
και να ήταν μια χαρά. Όμως, αν η Νατάσα έκανε με οποιοδήποτε τρόπο τα μαλλιά
της χειρότερα, τότε το παιδί αυτής της μαμάς θα ήταν πιο ευτυχισμένο σε σχέση
με τη Νατάσα.
Χεστήκαμε για τα μαλλιά της Νατάσας,
και για τη Νατάσα γενικότερα. Αφού το παιδί έχει φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο
εξυπνάδας, αύριο – μεθαύριο θα είναι πιο έτοιμο για τον κόσμο από τη Νατάσα. Το
παιδί αυτό θα επιβιώσει και η Νατάσα θα χαθεί. Απλά τα πράγματα.
Αυτό το παράδειγμα το υπέθεσα μόνος
μου. Δε σημαίνει όμως ότι δε συνέβη κάτι τέτοιο. Μπορεί τη φίλη να μην την
έλεγαν Νατάσα ούτε το ζήτημα να ήταν τα μαλλιά της. Αλλά κάτι τέτοια παρόμοια
συμβάντα, αν τα βάλεις μαζί, είναι αυτά που διαμορφώνουν το χαρακτήρα του
καθενός, έτσι όπως τον περιγράψαμε παραπάνω. Κατευθύνουν και οδηγούν τον
αδιαμόρφωτο ακόμα χαρακτήρα στο να πλαστεί πιο συγκεκριμένος, στην προσπάθεια
μερικών για την απρόκλητη, άμετρη κι ανεξέλεγκτη επιρροή στις ζωές των άλλων.
Αισθάνεσαι άσχημα; Δεν αρχίσαμε ακόμα.
Η κοινωνική αποξένωση και η συλλογική
αδιαφορία είναι, στις μέρες μας, ένα φαινόμενο που συμπεριλαμβάνει σχεδόν όλους
και που, εμένα προσωπικά, με τρομάζει πολύ. Με τρομοκρατεί το τι είναι δυνατόν
να προκαλέσει στους άλλους και πως μπορεί να με επηρεάσει, έστω κι έμμεσα.
Μπαίνει στα χωράφια της ίδιας σου της ιδιοσυγκρασίας. Αν είσαι παραγκωνισμένος
έρχονται άγχος, φόβος, στεναχώρια, νεύρα, απογοήτευση και άλλα χειρότερα,
τίποτα καλό. Μπορεί να κάνεις και κακό στον εαυτό σου, πολύ εύκολα κιόλας.
Αν εξετάσουμε υποθετικά, την
αποτυχία στον παραπάνω ισχυρισμό, δηλαδή το να μην καταφέρει κανείς να
επηρεάσει τους άλλους, ακόμα και ύστερα από συνεχή και αμείωτη προσπάθεια, τότε
συμβαίνει το εξής. Το άτομο αυτό στην αρχή ανησυχεί ότι κάτι δεν πάει καλά.
Νιώθει ότι η τύχη δεν τον ευνοεί και μετά από λίγο, παραγκωνίζοντας τον
παράγοντα τύχη, σκέφτεται ότι κάτι δεν κάνει αυτός σωστά και δεν ασχολείται
κανένας μαζί του. Το συναίσθημα αυτό ολοένα και μεγαλώνει και, όντας σε
μειονεκτική ψυχολογία για αρκετό καιρό, συμπεραίνει πιο μακροσκοπικά, ότι είναι
άχρηστος στον περίγυρό του και στην κοινωνία. Στο τέλος αρχίζουν τα έκτροπα που
έχουν τη ρίζα τους στην ψυχολογία του κάθε ατόμου και μόνο. Και, για να μη
γίνουν παρανοήσεις, υπενθυμίζουμε ότι στην αρχή υποθέσαμε ότι το άτομο αυτό
παραμένει σταθερό στην προσπάθειά του για τον έλεγχο της ζωής των άλλων. Αν
καταλάβει ότι αυτό που κάνει δεν πετυχαίνει και για οποιοδήποτε λόγο
σταματήσει, τότε δε μπορούμε πια να πιθανολογούμε τα ψυχολογικά έκτροπα με τον
τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω. Και, προσωπικά, πιστεύω ότι στην περίπτωση που
η ψυχολογία αλλάξει προς το πιο ευχάριστο, αν τα έκτροπα δεν εξαλειφθούν
εντελώς, θα είναι σίγουρα λιγότερα και περισσότερο βατά.
Ξεφύγαμε πάλι από το θέμα μας, αλλά
έπρεπε να διαφωτίσουμε ορισμένα απαραίτητα σημεία για να συνεχίσουμε. Είδαμε το
πρώτο σκέλος του επιχειρήματος ότι οι άνθρωποι για τους οποίους μιλάμε εξωθούνται
από την ψυχολογική (και, συνεκδοχικά) σωματική τους αυτοσυντήρηση. Αυτό, με τη
σειρά του πηγάζει από την έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό τους, η οποία έχει
ανάγκη τη συνεχή επιβεβαίωση. Κατανοητό και σεβαστό.
Το δεύτερο, που συμπληρώνει το πρώτο
και το κάνει να διαιωνίζεται και να συνεχίζει να υφίσταται, είναι ότι ο λόγος για τη συμπεριφορά αυτή είναι
σωστός. Επειδή όμως, το «σωστός» είναι υποκειμενικό, δηλαδή είναι στη
διακριτική ευχέρεια του κάθε ενός να το χαρακτηρίσει σωστό ή λάθος, θα
χρησιμοποιήσουμε τον όρο γενικότερα κοινωνικά αποδεκτό, έτσι ώστε να το
βρίσκουν σωστό όλοι, μηδενός εξαιρουμένου.
Ας φανταστούμε ένα υποθετικό ζήτημα
για το οποίο σε καλούν να πεις τη γνώμη σου. Επιχειρηματολογείς όσο και ότι
θες, χωρίς να υπάρχει λάθος απάντηση. Τώρα, με απλές και αργές κινήσεις, εδώ θα
σου πω ότι έχασες! Εδώ πλανάσαι πλάνην οικτράν. Μόλις ολοκληρώσεις τα λεγόμενά
σου έρχεται ένας και σου λέει ότι δεν έχεις δίκιο και αυτά που λες είναι λάθος.
Ύστερα, το πιο πιθανό είναι να σου αποκαλύψει τη «σωστή» απάντηση, που έπρεπε
να είχες πει αλλά είναι πια αργά, και τώρα στην αποκαλύπτει αυτός. Σου φαίνεται
μικρό ζήτημα για ν’ ασχοληθεί κανείς; Πιστεύεις ότι δεν είναι μεγάλη δουλειά η
αναγκαστική παραδοχή σε κάτι για να μη θίξεις ή στεναχωρήσεις αυτόν που έχεις
απέναντί σου; Αν αφήσεις αυτό το άτομο ανεξέλεγκτο και παραδεχτείς το «λάθος»
σου (έστω κι από περιέργεια να δεις πως θα συμπεριφερθεί), αυτός πάντα μα πάντα
θα σου λέει ότι έχεις λάθος και μετά θα σου λέει το σωστό. Ακόμα κι αν σε
ρωτήσει το ίδιο πράγμα δυο φορές κι εσύ τη δεύτερη διορθωθείς, πάλι θα ‘σαι
λάθος.
Για το ίδιο ακριβώς ζήτημα, αυτός ο
ένας, έχοντας στο μυαλό του τη δική σου άποψη (που είναι λάθος) και τη «σωστή»,
μπορεί να δει ποια φαίνεται καλύτερη και να αποφασίσει τι θα διαλέξει τελικά.
Μπροστά σε ένα τρίτο άτομο που δεν ξέρει τι έγινε πριν μπορεί να αραδιάσει τα
δικά σου επιχειρήματα για δικά του, υποστηρίζοντας το «λάθος» σου με τέχνη
περισσή, κάνοντας το τελικά σωστό.
Πού χρησιμεύει αυτό; Μα έτσι, ο
άνθρωπος αυτός είναι συνεχώς σωστός κι εσύ συνεχώς λάθος και, αν το
προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο, ολόκληρη τη ζωή σου θα τη ζεις συνεχώς λάθος κι
αυτός συνεχώς σωστή. Είναι ο μίστερ τέλειος κι εσύ ο μίστερ αποτυχημένος, συχνά
κάνοντας τα ίδια ακριβώς πράγματα. Κι αν σαν κι αυτόν μαζευτούν κι άλλοι,
καταλαβαίνεις τι γίνεται. Με την πάροδο του χρόνου, δημιουργούν
επιχειρηματολογικό προηγούμενο τόσο ισχυρό, που μπορούν να το χρησιμοποιήσουν
εναντίον σου λέγοντάς σου ότι δεν έχεις πει τίποτα σωστό ποτέ.
Μπορεί τώρα να έχεις μια πιο
ολοκληρωμένη άποψη, αφού ίσως θίξαμε πτυχές της διαπροσωπικής συμπεριφοράς που
να μην είχες σκεφτεί πριν. Και να αποφασίσεις με ωριμότερο μυαλό αν είναι
σωστό, ή έστω, συμφέρον για εσένα να αφήνεις κάτι τέτοια άτομα ανεξέλεγκτα. Δεν
το κρύβω ότι έπαιρνα αρκετούς ανθρώπους στα σοβαρά και ακολουθούσα τις
συμβουλές τους, οι οποίοι κρύβονταν κάτω από τα αθάνατα πέπλα της αγάπης κι από
τα άφθαρτα σάβανα της φιλίας. Με πόνεσε να παραδεχτώ ότι αυτά που είχα μπροστά
μου δεν ήταν φιλία και αγάπη. Και με έκανε έναν κακό, μια βασανισμένη και
δαιμονισμένη ψυχή που θα καεί στην κόλαση για τις αμαρτίες της. Γιατί έφτασα
στο σημείο να αφορίσω τα πάντα.
Το
ένα και μοναδικό πράγμα άμωμο στον κόσμο είναι η οικογένεια. Τα υπόλοιπα
περνούν και χάνονται σαν τον άνεμο στα λιβάδια. Σαν τη βροχή στα βουνά. Σαν τις
ακτίνες του ήλιου στο τελευταίο φως του δειλινού. Και στη δική μου οικογένεια
τιμούμε τόσο πολύ το ιδανικό αυτό που, πρώτα θα λήξει η οικογένεια και
τελευταίο θα χαθεί το ιδανικό.
* * * * *
Για να ευθυμήσουμε λίγο θα πω ένα
ανέκδοτο που μας είχε πει ο καθηγητής φυσικής στο λύκειο ‘ σύντομο, ωραίο και
περιεκτικό. Κι εγώ, ως συνήθως τα κρατάω κάτι τέτοια, και τα μεταφράζω μετά από
χρόνια. Εδώ θα βοηθηθούμε στο να χαρακτηρίσουμε επακριβώς τη συμπεριφορά αυτή,
τη φιλοσοφία της ζωής τα άτομα που δυνητικά φέρονται καταπώς όταν είναι με
κόσμο.
- Τι σας άρεσε
εδώ στην Ελλάδα;
- Οι πύτσες.
- Οι πύτσες;
Κι από πού είστε;
- Απ’ τη
Βυδαπέστη.
Αν έστω και το ένα δισεκατομμυριοστό
από αυτά που βλέπω να συμβαίνουν τριγύρω μου (και δε βγαίνω συχνά απ’ το σπίτι)
είναι αλήθεια, τότε έχει περίτρανα αποδειχτεί ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από
πύτσες. Δηλαδή από ανθρώπους – πύτσες που δεν κάνουν άλλη δουλειά από το να
πετάγονται (από εκεί και η ονομασία) και να σχολιάζουν κάτι, αλλά υπό την δική
τους οπτική γωνία και συνθήκες.
Εσύ, που διαβάζεις αμέριμνα αυτές
τις γραμμές, μάθε ότι κυβερνάνε τη ζωή σου αυτοί. Κάνεις ό,τι θέλουν. Δεν τους
χαλάς τα χατίρια. Δεν περνάει στιγμή που να μην ενεργείς με το σκεπτικό τους. Κάθεσαι
και τους ακούς. Τους παίρνεις στα σοβαρά.
Χρειάζεται
να γνωρίζεις την τέχνη της ζωής για να επηρεάζεσαι όσο πρέπει από τους
ανθρώπους. Τα πάντα πρέπει να γίνονται με μέτρο. Δε χρειάζεται ούτε πολλή
ανάμιξη με τις αντιλήψεις των άλλων αλλά ούτε και καθόλου. Αν δεν έχεις καμία
σχέση με την ανθρωπότητα και είσαι εκτός τόπου και χρόνου, θα σου βάλουν φωτιά
και δε θα το πάρεις χαμπάρι. Αν δεν κάνεις άλλη δουλειά από το να συμφωνείς με
ο,τιδήποτε σου φέρνουν μπροστά σου θα ζεις τα ζωή σου με το μυαλό και τις
ανάγκες των άλλων μέχρι να πεθάνεις.
Η ισχυρογνωμοσύνη θα έπρεπε να είναι
Θανάσιμο Αμάρτημα. Γιατί οι πύτσες, όχι μόνο πετάγονται και σφηνώνουν τη γνώμη
τους απροειδοποίητα κι ενοχλητικά, όχι μόνο απαιτούν την άμεση εφαρμογή των
λεγομένων τους, αλλά επιπροσθέτως, δεν παραδέχονται ποτέ των ποτών ότι έχουν άδικο.
Αφού έτσι χαλάνε την πιάτσα. Ξεκινάνε έτσι αμφιβολίες προς το πρόσωπό τους που
μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους, και τότε δε θα μπορούν να πετάγονται
πια. Παίρνουν μια πληροφορία από κάπου και, χωρίς να διασταυρώσουν και χωρίς να
κρίνουν, τη χρησιμοποιούν σαν χρυσό κανόνα. Οπότε αν εσύ που διασταυρώνεις και
κρίνεις, δε συμφωνείς, έχεις να κάνεις όχι με την πύτσα, αλλά με αυτόν που
ξεκίνησε την πληροφορία και τότε …θα δεις!
Τα λιοντάρια πετάνε στον ουρανό και
κάνουν κύκλους γύρω από τη λεία τους πριν επιτεθούν. Μα, φυσικά. Αυτός που στο
λέει έχει δίκιο. Είναι ανώφελο καν να προσπαθήσεις να του εξηγήσεις. Όσες φορές
κι αν ξεκινήσεις θα λάβεις την ίδια απάντηση: «αφού πετάνε, τα έχω δει, μου
φάγανε κάτι κότες». Η μόνη γνώμη που ίσως ακούσει για κάμποσα δευτερόλεπτα
είναι ενός λιονταρολόγου, αλλά και πάλι παραμένει αμετακίνητος στη θηρευτική
συμπεριφορά των λιονταριών.
Είναι πουλί; Είναι αεροπλάνο; Είναι ο Κλαπανάρας; Όχι. Είναι ο προστάτης της Ισχυρογνωμοσύνης, της Αδικίας και των Παρασάνταλα Ανακατεμένων Συνταγών. Είναι ο Άνθρωπος – Πύτσα που σκίζει τους αιθέρες και εξαφανίζεται κλείνοντάς σου το μάτι. Υπάρχει ένας σε κάθε γενιά, σε κάθε παρέα, σε κάθε συγκέντρωση και πάρτι, σε κάθε συνάθροιση και σε κάθε σπίτι, ακόμα και μέσα στο ίδιο σου το μυαλό. Και θα συνεχίσει να μπαίνει, γιατί αυτός που του ανοίγει την πόρτα είσαι εσύ. Κι αν δε γίνεις κακός σαν εμένα, παραμένεις ένας Λαγός Που Δεν Τολμάει.
Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Subscribe to:
Αναρτήσεις (Atom)