Να μην στηρίζεται μια σχέση σε ψέμματα, κάποια στιγμή τα ψέματα θα τελειώσουν ή δε θα χωρούν άλλα, και τότε η σχέση θα καταρρεύσει. Το κακό είναι ότι τις περισσότερες φορές αφήνει κατάλοιπα που δύσκολα ξεπερνιούνται.
Να συνεισφέρουν και οι δύο στη σχέση και όχι να τα δίνει ο ένας όλα και ο άλλος να μη δίνει τίποτα ή να κάνει πως δίνει, δίνοντας μόνο ψίχουλα, και όχι μόνο οικονομικά αλλά και όσα αφορούν κυρίως το σεβασμό και την εκτίμηση μεταξύ τους.
Να μη στηρίζεται στη μονομερή ανοχή, πρέπει και οι δύο να ανέχονται ο ένας το χαρακτήρα του άλλου. Γιατί θα έρθει η ώρα που σίγουρα αυτός που κάνει μονομερώς υπομονή θα σπάσει, και τότε η σχέση θα καταστραφεί. Τότε θα παραδεχτούν και οι δύο ότι έπρεπε να είχε συμβεί αυτό μια ώρα γρηγορότερα.
Να μην κοιτάξει ο ένας να κατεβεί στη θέση ή στο επίπεδο του άλλου, για να υπάρξει συνοχή και συμμετρία στη σχέση, αλλά να προσπαθήσει ο άλλος να ανεβεί στο επίπεδο του ενός, και, αν δε μπορεί, να σέβεται και να εκτιμάει την παραπάνω θέση. Και επίσης να μην προσπαθεί να τον υποβιβάσει, αλλά να τον παροτρύνει για ακόμη καλύτερα.
Να μην κοιτάξει ο ένας να κατεβεί στη θέση ή στο επίπεδο του άλλου, για να υπάρξει συνοχή και συμμετρία στη σχέση, αλλά να προσπαθήσει ο άλλος να ανεβεί στο επίπεδο του ενός, και, αν δε μπορεί, να σέβεται και να εκτιμάει την παραπάνω θέση. Και επίσης να μην προσπαθεί να τον υποβιβάσει, αλλά να τον παροτρύνει για ακόμη καλύτερα.
Αν κάποιος έζησε άσχημα, χωρίς φίλους πραγματικούς, χωρίς συγγενείς, χωρίς ακόμα - ακόμα και αδέλφια και γονείς, να μην εκμεταλλεύεται την αγάπη του άλλου και τον σπρώχνει να αποποιηθεί και αυτός τα ίδια, και να τον εγκλωβίσει και να τον απομονώσει.
Η αγάπη που στηρίζεται στα ψέμματα, κάποτε σίγουρα χάνεται.
Η αγάπη που μόνο ο ένας προσφέρει και θυσιάζεται, κάποτε σβήνει.
Η αγάπη που στηρίζεται στη μονομερή ανοχή, σίγουρα γκρεμίζεται.
Η αγάπη που έχει μέσα ζήλια, σε κάθε μορφή, διαλύεται.
Η αγάπη χωρίς σεβασμό και αλληλοεκτίμηση καταστρέφεται.
Όλα αυτά πάνε μαζί. Αν κόψεις κάτι, τα πάντα γκρεμίζονται. Αν τα προσέξεις και τα τηρήσεις όλα τα άλλα έρχονται μόνα τους. Αν δε μπορείς, τότε πάρε βαθειά ανάσα, βγες στον αφρό, κολύμπα στη στεριά, ξεκουράσου, κι όταν είσαι έτοιμος, δοκίμασε να κολυμπήσεις ξανά σε άλλη θάλασσα.
28 Νοεμβρίου 2006
Το παραπάνω κείμενο είναι αυτολεξεί μεταφορά κάποιου γράμματος ενός πατέρα που απευθυνόταν στα δυο του παιδιά (κυρίως στο μεγαλύτερο), και που η τύχη το έφερε να πέσει στα χέρια μου. Το θεώρησα ενδιαφέρον αν το παραθέσω εδώ ως προς τη μελέτη του μοιραίου που το περιστοιχειώνει, γιατί ο παραπάνω πατέρας τη στιγμή που κατέθετε την ψυχή του, ανήξερος για το αποτέλεσμα της τυφλής του προσπάθειας να φέρει το παιδί του και πάλι κοντά του, αυτό λειτουργούσε ενστικτωδώς σύμφωνα με τις συμβουλές του πατέρα του, πριν ακόμη τις διαβάσει.
Εγώ απλά έτυχε να βρίσκομαι ανάμεσα και να γνωρίζω τις προθέσεις και των δυο. Έχοντας μια άμεση κατόπτευση στα γεγονότα, έβλεπα την ιστορία να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μου, τώρα απέχοντας τόσο πολύ από τις συνειδήσεις όλων και σμιλεμένη σαν τοιχογραφία στο μύθο, σαν άλλη μια ιστορία ενός ιππότη που κατάφερε να σκοτώσει το δράκο και να επιστρέψει πίσω σώος και θριαμβευτής.
Το ζήτημα προς συζήτηση δεν είναι το ότι ο πατέρας θα έδινε και τη ζωή του δίχως δεύτερη σκέψη για να έχει και πάλι το παιδί του κοντά του όπως πρώτα, ας ήταν και για μια στιγμή. Ούτε το ότι το παιδί ενεργώντας αντανακλαστικά, κάλεσε τη λογική του σαν άλλος Θεός των Φαντασμάτων και εγκατέλειψε τη Θάλασσα των Σαργασσών. Είναι το ότι τη συγκκριμένη χρονική στιγμή που τα πράγματα έφτασαν σε ένα οριακό σημείο, όπως πολύ σαφώς διαφαίνεται από το ύφος της επιστολής, και οι δύο έπραξαν με την ίδια φιλοσοφία, χωίς να ξέρει ο ένας τί σκέφτεται ο άλλος.
Το μήλο κάτω απ' τη μηλιά;
Όσο για τα άλλα ζητήματα που ανακύπτουν από το μεστό από νοήματα κείμενο όπως η οικογένεια, οι διαπροσωπικές σχέσεις (ότι κι αν είναι αυτό που έχουν καταντήσει σήμερα) και η συνοχή των ανθρώπων μεταξύ τους που κατά τα άλλα δεν έχουν καμιά υποχρέωση να το κάνουν, θα μιλήσουμε μια άλλη φορά. Μόνο για να προοιμιάσω όσα ακολουθήσουν, πρέπει να πω ότι μια αλυσίδα είναι τόσο δυνατή όσο ο πιο αδύναμος κρίκος της.
Μ’ αυτό το πέρασμα δεν τελειώνει μια μόδα. Δεν τελειώνει ένας τρόπος σκέψης. Δεν τελειώνει ένα κομμάτι από το ημιπερατό νήμα του Χρόνου που εκτείνεται στο παγωμένο χάος της πραγματικότητας. Τελειώνει μια ιδέα. Η εξιστόρηση της ιδέας αυτής είναι καταδικασμένη από δω και στο εξής να επαναλαμβάνει τον εαυτό της, ειπωμένη από τους μαθητές που θα αναπαράγουν συνεχώς το διδάσκαλο αλλά δε θα καταφέρουν ποτέ να τον ξεπεράσουν.
Ο Μεγάλος Μάγος ανακάλυψε πριν τρεις μέρες το υπέρτατο ξόρκι της αθανασίας. Χωρίς κανένα δισταγμό, πρόφερε χαμογελώντας τη Μοιραία Λέξη, που σκότωσε μεμιάς όλους τους ανθρώπους, κι άφησε μόνο τον ίδιο ζωντανό. Καθάρισε την ύπαρξή του από το τελματώδες βάρος του θνητού του σώματος που τον κρατούσε αλυσοδεμένο στη γη και πήρε την πρώτη του δροσερή ανάσα αληθινής ελευθερίας. Κι ύστερα, άνοιξε μια ονειρόπλεκτη θύρα στο ψέμα, διάβηκε θαρραλέα το κατώφλι της και πέρασε σε ανώτερες υπεραντιληπτικές πραγματικότητες, αφήνοντας του κύκλους του κόσμου πίσω του κενούς, να οδεύουν στο ηλιοβασίλεμα.
Ο Μεγάλος Μάγος δεν κράτησε τη γνώση του μυστικό κρυμμένο στους κυκεώνες των χρωμάτων του Ουράνιου Τόξου της σκέψης του. Σε όλους έλεγε πώς να ανεβούν στο Ασημένιο Βουνό, και πώς ο εκλεκτός, μια μέρα της χρονιάς της Αλεπούς, με ένα άγγιγμα του δεξιού του χεριού βρήκε το Ναό του Βασιλιά. Οι συνοδοιπόροι του όμως κουράστηκαν και σταμάτησαν, λέγοντάς του ότι τα μέρη όπου τους οδηγούσε ήταν υπερβολικά παραμυθένια και άβολα εξωπραγματικά. Ο Αστροπαρατηρητής ήταν γι' αυτούς τελικά ένας θρύλος που ποτέ του δεν Έπιασε το Ουράνιο Τόξο. Οι Πύλες της Βαβυλώνας έχουν καταλήξει σε ερείπια κι έχουν θαφτεί κάτω από την άμμο χιλιάδων χρόνων.
Γι' αυτό και ο Μεγάλος Μάγος έφυγε. Ήταν ένα Μαύρο Σάββατο όταν κίνησε για άλλες, πιο μακρινές περιπέτειες, αυτή τη φορά κατεβαίνοντας τα δεκαεφτά χιλιάδες σκαλοπάτια που τον έφεραν στο στενό μονοπάτι που χωρίζει τον Παράδεισο από την Κόλαση. Έγινε μάρτυρας της γένεσης των Παιδιών της Θάλασσας και της πτώσης τους μέσα στον υγρό τους τάφο. Συνάντησε παράξενα πλάσματα όπου ο Όχλος Κυβερνούσε. Περπατώντας στο χείλος της απαρχής των πάντων, είδε με τα μάτια του για πρώτη φορά το πως η ανθρωπότητα, όλο και πιο γρήγορα, Πέφτει από την Άκρη του Κόσμου. Και πάλι, οι τότε συνοδοιπόροι του ήθελαν να ταξιδέψουν στο παρελθόν τους, χρησιμοποιώντας τον ως μέσο. Όταν αυτός αρνήθηκε, τον έδιωξαν από κοντά τους.
Κι έτσι, αποφάσισε στο εξής να πορεύεται ηγώντας το καραβάνι των περιπλανήσεών του. Κι εδώ έκανε τα πλέον πολυάριθμα ταξίδια του στον κόσμο, αλλά και πέρα από αυτόν. Έριξε τον Ιερό Δύτη αλυσοδεμένο στη θάλασσα, περίμενε ως ο Τελευταίος της Γραμμής να μάθει αν ήταν διαβολικός ή θεϊκός, άγγιξε την Ιερή Καρδιά και Κλείδωσε τους Λύκους, παραδίνοντάς τους στον Γκερνούννος.
Οι παλιοί του συνοδοιπόροι τον αναζήτησαν παρακαλώντας τον να τους βοηθήσει, γιατί είχαν σχεδόν αναλωθεί στο παρελθόν τους, κινδυνεύοντας να πέσουν στη λησμονιά. Αυτός τότε, τους έφτιαξε τη μηχανή του Απανθρωπιστή, με τη λειτουργία της Μηχανής του Χρόνου να τους υπενθυμίζει ότι είναι προτιμότερο να μην τη χρησιμοποιεί κανείς. Και τους έδωσε έτσι να καταλάβουν ότι όλοι μαζί, δε θα είναι ποτέ ισχυρότεροι από τον Ίδιο.
Ξαναγυρνώντας στο παλιό του καραβάνι, Σκότωσε το Δράκο και συνομίλησε με τον Άρχοντα του Φεγγαριού και φαινόταν σίγουρη η μοίρα του για πολλά πράγματα ακόμα που έμελλαν να ξεδιπλωθούν μπροστά του. Αλλά κάπου μετά, αντιλήφθηκε ότι ήταν επιτέλους κοντά σε κάτι μεγάλο. Διάβασε τα αστέρια για να σιγουρευτεί. Οι απαντήσεις ήταν εκεί, ξεκάθαρες και αδιάσειστες.
Δε θα έκανε πια ταξίδια. Δε θα έλεγε άλλα παραμύθια ούτε θα εξιστορούσε τις περιπέτειές του από μέρη που είχε πάει. Δε θα άλλαζε ούτε καραβάνια ούτε συνοδοιπόρους. Θα ήταν η υψηλότερη γνώση που μπορούσε να φτάσει κανείς, και ένιωσε πως ήταν έτοιμος να δεχτεί τη σοφία της.
Λίγο πριν συμπληρωθούν τρεις εξάδες χρόνια από τη δημιουργία του Απανθρωπιστή, συμφώνησε να ξανακατεβεί τα σκαλοπάτια όχι για να φτάσει στο μονοπάτι, αλλά για να περιδιαβεί την ίδια την Κόλαση όπως του αρέσει και στο τέλος να ξεχυθεί στα διεφθαρμένα λιβάδια του Ουρανού, έτοιμος για πόλεμο. Έσπασε τη βιβλιοθήκη κι απαίτησε τη Μαύρη Βίβλο, εξοπλίστηκε με το Φόβο και, Ακολουθώντας τα Δάκρυα καταπάτησε τις πύλες του παραδείσου καθαρίζοντάς τον από τους προδότες του Θεού. Κι ένιωσε ότι η γνώση που έψαχνε ήταν πιο κοντά από κάθε άλλη φορά.
Επέστρεψε. Και τότε συνειδητοποίησε, μετά από εξήντα εφτά χρόνια, ότι το μυστικό της αθανασίας ήταν μέσα σ΄αυτόν τον ίδιο. Τον ρώτησαν για πού ετοιμάζεται ξανά. Κι εκείνος τους είπε απλά ότι όσο πιο κοντά φτάνει κανείς στο νόημα, τόσο γρηγορότερα θα αντιληφθεί ότι ονειρεύεται.
Και την εκατοστή τριακοστή έκτη αυγή του έτους, ο Μεγάλος Μάγος άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του. Σηκώθηκε, πέρασε ανάμεσα από όλους και έφυγε χωρίς γυρισμό. Κανένας δε μπόρεσε να δει το πρόσωπό του. Κανένας δεν μπόρεσε ν' αγγίξει τα χέρια του. Κανένας δεν μπόρεσε ν' ακούσει την καρδιά του. Το μόνο που είδαν ήταν ένα ιριδίζον φως που σηκώθηκε στα χρώματα της αυγής, παιχνίδισε στον αέρα και χάθηκε μια για πάντα απ' τα μάτια τους. Εγώ όμως ξέρω πολύ καλά πού πήγε ο Μεγάλος Μάγος. Γιατί όταν μου το ψιθύρισε στο αυτί, εγώ ήμουν εκεί για να το ακούσω.
Αντίο, Μεγάλε Μάγε. Ελπίζω μια μέρα να ξαναϊδωθούμε για μια τρίτη και τελευταία φορά. Μην με ξεχνάς. Εγώ δε θα το κάνω. Κι επιτέλους, τώρα καταλαβαίνω τί εννοούσες όταν μου έλεγες ότι ο κόσμος γίνεται ολοένα και πιο κρύος.
Ο Μεγάλος Μάγος ανακάλυψε πριν τρεις μέρες το υπέρτατο ξόρκι της αθανασίας. Χωρίς κανένα δισταγμό, πρόφερε χαμογελώντας τη Μοιραία Λέξη, που σκότωσε μεμιάς όλους τους ανθρώπους, κι άφησε μόνο τον ίδιο ζωντανό. Καθάρισε την ύπαρξή του από το τελματώδες βάρος του θνητού του σώματος που τον κρατούσε αλυσοδεμένο στη γη και πήρε την πρώτη του δροσερή ανάσα αληθινής ελευθερίας. Κι ύστερα, άνοιξε μια ονειρόπλεκτη θύρα στο ψέμα, διάβηκε θαρραλέα το κατώφλι της και πέρασε σε ανώτερες υπεραντιληπτικές πραγματικότητες, αφήνοντας του κύκλους του κόσμου πίσω του κενούς, να οδεύουν στο ηλιοβασίλεμα.
Ο Μεγάλος Μάγος δεν κράτησε τη γνώση του μυστικό κρυμμένο στους κυκεώνες των χρωμάτων του Ουράνιου Τόξου της σκέψης του. Σε όλους έλεγε πώς να ανεβούν στο Ασημένιο Βουνό, και πώς ο εκλεκτός, μια μέρα της χρονιάς της Αλεπούς, με ένα άγγιγμα του δεξιού του χεριού βρήκε το Ναό του Βασιλιά. Οι συνοδοιπόροι του όμως κουράστηκαν και σταμάτησαν, λέγοντάς του ότι τα μέρη όπου τους οδηγούσε ήταν υπερβολικά παραμυθένια και άβολα εξωπραγματικά. Ο Αστροπαρατηρητής ήταν γι' αυτούς τελικά ένας θρύλος που ποτέ του δεν Έπιασε το Ουράνιο Τόξο. Οι Πύλες της Βαβυλώνας έχουν καταλήξει σε ερείπια κι έχουν θαφτεί κάτω από την άμμο χιλιάδων χρόνων.
Γι' αυτό και ο Μεγάλος Μάγος έφυγε. Ήταν ένα Μαύρο Σάββατο όταν κίνησε για άλλες, πιο μακρινές περιπέτειες, αυτή τη φορά κατεβαίνοντας τα δεκαεφτά χιλιάδες σκαλοπάτια που τον έφεραν στο στενό μονοπάτι που χωρίζει τον Παράδεισο από την Κόλαση. Έγινε μάρτυρας της γένεσης των Παιδιών της Θάλασσας και της πτώσης τους μέσα στον υγρό τους τάφο. Συνάντησε παράξενα πλάσματα όπου ο Όχλος Κυβερνούσε. Περπατώντας στο χείλος της απαρχής των πάντων, είδε με τα μάτια του για πρώτη φορά το πως η ανθρωπότητα, όλο και πιο γρήγορα, Πέφτει από την Άκρη του Κόσμου. Και πάλι, οι τότε συνοδοιπόροι του ήθελαν να ταξιδέψουν στο παρελθόν τους, χρησιμοποιώντας τον ως μέσο. Όταν αυτός αρνήθηκε, τον έδιωξαν από κοντά τους.
Κι έτσι, αποφάσισε στο εξής να πορεύεται ηγώντας το καραβάνι των περιπλανήσεών του. Κι εδώ έκανε τα πλέον πολυάριθμα ταξίδια του στον κόσμο, αλλά και πέρα από αυτόν. Έριξε τον Ιερό Δύτη αλυσοδεμένο στη θάλασσα, περίμενε ως ο Τελευταίος της Γραμμής να μάθει αν ήταν διαβολικός ή θεϊκός, άγγιξε την Ιερή Καρδιά και Κλείδωσε τους Λύκους, παραδίνοντάς τους στον Γκερνούννος.
Οι παλιοί του συνοδοιπόροι τον αναζήτησαν παρακαλώντας τον να τους βοηθήσει, γιατί είχαν σχεδόν αναλωθεί στο παρελθόν τους, κινδυνεύοντας να πέσουν στη λησμονιά. Αυτός τότε, τους έφτιαξε τη μηχανή του Απανθρωπιστή, με τη λειτουργία της Μηχανής του Χρόνου να τους υπενθυμίζει ότι είναι προτιμότερο να μην τη χρησιμοποιεί κανείς. Και τους έδωσε έτσι να καταλάβουν ότι όλοι μαζί, δε θα είναι ποτέ ισχυρότεροι από τον Ίδιο.
Ξαναγυρνώντας στο παλιό του καραβάνι, Σκότωσε το Δράκο και συνομίλησε με τον Άρχοντα του Φεγγαριού και φαινόταν σίγουρη η μοίρα του για πολλά πράγματα ακόμα που έμελλαν να ξεδιπλωθούν μπροστά του. Αλλά κάπου μετά, αντιλήφθηκε ότι ήταν επιτέλους κοντά σε κάτι μεγάλο. Διάβασε τα αστέρια για να σιγουρευτεί. Οι απαντήσεις ήταν εκεί, ξεκάθαρες και αδιάσειστες.
Δε θα έκανε πια ταξίδια. Δε θα έλεγε άλλα παραμύθια ούτε θα εξιστορούσε τις περιπέτειές του από μέρη που είχε πάει. Δε θα άλλαζε ούτε καραβάνια ούτε συνοδοιπόρους. Θα ήταν η υψηλότερη γνώση που μπορούσε να φτάσει κανείς, και ένιωσε πως ήταν έτοιμος να δεχτεί τη σοφία της.
Λίγο πριν συμπληρωθούν τρεις εξάδες χρόνια από τη δημιουργία του Απανθρωπιστή, συμφώνησε να ξανακατεβεί τα σκαλοπάτια όχι για να φτάσει στο μονοπάτι, αλλά για να περιδιαβεί την ίδια την Κόλαση όπως του αρέσει και στο τέλος να ξεχυθεί στα διεφθαρμένα λιβάδια του Ουρανού, έτοιμος για πόλεμο. Έσπασε τη βιβλιοθήκη κι απαίτησε τη Μαύρη Βίβλο, εξοπλίστηκε με το Φόβο και, Ακολουθώντας τα Δάκρυα καταπάτησε τις πύλες του παραδείσου καθαρίζοντάς τον από τους προδότες του Θεού. Κι ένιωσε ότι η γνώση που έψαχνε ήταν πιο κοντά από κάθε άλλη φορά.
Επέστρεψε. Και τότε συνειδητοποίησε, μετά από εξήντα εφτά χρόνια, ότι το μυστικό της αθανασίας ήταν μέσα σ΄αυτόν τον ίδιο. Τον ρώτησαν για πού ετοιμάζεται ξανά. Κι εκείνος τους είπε απλά ότι όσο πιο κοντά φτάνει κανείς στο νόημα, τόσο γρηγορότερα θα αντιληφθεί ότι ονειρεύεται.
Και την εκατοστή τριακοστή έκτη αυγή του έτους, ο Μεγάλος Μάγος άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του. Σηκώθηκε, πέρασε ανάμεσα από όλους και έφυγε χωρίς γυρισμό. Κανένας δε μπόρεσε να δει το πρόσωπό του. Κανένας δεν μπόρεσε ν' αγγίξει τα χέρια του. Κανένας δεν μπόρεσε ν' ακούσει την καρδιά του. Το μόνο που είδαν ήταν ένα ιριδίζον φως που σηκώθηκε στα χρώματα της αυγής, παιχνίδισε στον αέρα και χάθηκε μια για πάντα απ' τα μάτια τους. Εγώ όμως ξέρω πολύ καλά πού πήγε ο Μεγάλος Μάγος. Γιατί όταν μου το ψιθύρισε στο αυτί, εγώ ήμουν εκεί για να το ακούσω.
Αντίο, Μεγάλε Μάγε. Ελπίζω μια μέρα να ξαναϊδωθούμε για μια τρίτη και τελευταία φορά. Μην με ξεχνάς. Εγώ δε θα το κάνω. Κι επιτέλους, τώρα καταλαβαίνω τί εννοούσες όταν μου έλεγες ότι ο κόσμος γίνεται ολοένα και πιο κρύος.
Πολλοί μου λένε ότι μιλάω μια παράξενη γλώσσα. Και βέβαια δεν εννοούν μια ξένη γλώσσα που ίσως να είναι ξεχασμένη, και χρησιμοποιεί αλλόκοτους φθόγγους για να τη μιλήσει κανείς, αλλά μια ασυνήθιστη έκδοση των ελληνικών που αντενδείκνυται η χρήση της στην καθομιλουμένη. Είναι μια έκδοση περισσότερο λογοτεχνική, πιο πολύ εξειδικευμένη, οπωσδήποτε ευρύτερη και δυσκολότερη, η οποία διαφέρει από όσα ακούγονται σε μια συνηθισμένη συζήτηση. Για να με καταλάβει κάποιος πρέπει να μιλάω σχετικά αργά, για να προλαβαίνει ο συνομιλητής να επεξεργάζεται τα νοήματα. Εσκεμμένα και ηθελημένα, επιβραδύνω την ομιλία μου και αφαιρώ ορισμένες φορές νόημα από κάτι που θέλω να μεταδώσω μ' αυτήν σε κάποιον ακροατή, γιατί ξέρω ότι αν το πω όπως πρέπει, δε θα το καταλάβει.
Κι εξάλλου, μια τέτοια διαφορά στη γλώσσα είναι εντελώς ασύμφορη. Δε μπορείς να βγαίνεις στο δρόμο, να σε ρωτάνε τί ώρα είναι και αντί να απαντάς, να ρωτάς με τη σειρά σου από πότε ξεκινάει να μετράει ο χρόνος. Όλα τα επίχειρα που επιφέρει μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση στην καθημερινή ζωή είναι άσχημα και φτάνουν από τουλάχιστον τραγελαφικά μέχρι πολύ επικίνδυνα. Χωρίς να συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι δε μπορεί να συνεννοηθεί κανείς.
Ευτυχώς όμως, ξετυλίγοντας το κουβάρι των γεγονότων, μπορούμε νε ρίξουμε λίγο περισσότερο φως στην αιτιότητα και την παρουσίαση, ώστε όσα συνέβησαν, και ότι εντυπώσεις άφησαν, να έχουν μικρότερη απόσταση από όση τα Μέσα Μαζικής Λογοκρισίας από την πραγματικότητα.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα όλες αυτές τις λεπτομέρειες, πρέπει να τις δούμε μέσα από επιχειρήματα, και ύστερα να δούμε αν αυτά στέκουν, βλέποντάς τα από την οπτική γωνία και των δύο πλευρών. Κι επιτέλους, αν παραμερίσουμε τον εγωισμό, τη βαρεμάρα και την αναίδεια, δε θα συμπεριλάβουμε σαν επιχείρημα ούτε το "έτσι γουστάρω", ούτε το "σκασμός", ούτε το "χέσε μας ρε". Όποιος επιθυμεί κάποια στιγμή να καταφύγει σ' αυτές τις έτοιμες κι εύκολες λύσεις, ευχαριστώ για την ανάγνωση ως εδώ.
Κάθε φορά που θα ανακύπτει ένα ερώτημα στο κείμενο, είναι πολύ σημαντικό αυτός που το διαβάζει να απαντάει συνέχεια "όχι". Αν κάπου απαντήσει ναι, τότε το κείμενο είναι γι' αυτόν άχρηστο.
Αρχή.
Βέβαια, μπορώ κι εγώ να χρησιμοποιήσω σαν επιχειρήματα ένα από τα τρία παραπάνω ή κάποιο συναφές, τότε όμως δε θα έχουμε συνεννόηση.
* Να το κάνω, και να βρίσω κάποιον κατάμουτρα πριν ακόμα ξεκινήσει να διαβάζει αυτό που θέλω να πω;
* Αν το έκανα, θα μάθαινε ποτέ αν έχω δίκιο;
Μια παράξενη έκδοση της γλώσσας όμως, αν την κοιτάξεις για περισσότερο από μια στιγμή, δε θα είναι και τόσο παράξενη πια. Για να λέμε την αλήθεια, όσο πιο πολύ κοιτάζεις και σκέφτεσαι ξανά κάτι δύσκολο που είπε κάποιος, θα δεις ότι δεν είναι και τόσο τραγικά τα πράγματα, καταλαβαίνεις τί λέει και μάλιστα πάρα πολύ καλά. Απλά, ίσως να χρειάζεται να του αφιερώσεις λίγο περισσότερο χρόνο. Αν πάλι όχι, είμαι σίγουρος ότι θα έβγαλες ορισμένα συμπεράσματα για το τί πιθανόν να εννοούσε. Βέβαια, εσύ μπορεί να μην τα λες και τόσο καλά όσο αυτός.
* Το ότι κρίνεις ότι δεν θα μπορούσες να σκεφτείς να το διατυπώσεις όπως ο άλλος, σημαίνει ότι θα του αφαιρέσεις το δικαίωμα να μιλάει;
Καλώς μέχρι εδώ. Όταν βρίσκεις κάποιο φίλο ή φίλη σου και τον ρωτάς κάτι συνηθισμένο, ξεκινάτε μια συζήτηση για τα ζητήματα της καθημερινότητας και έχεις μια άγνωστη λέξη.
* Αυτό τον/την κάνει ανώτερο/η από εσένα;
* Αν την είπε τυχαία για να σου κάνει εντύπωση, ενώ εσύ ξέρεις τί σημαίνει στ' αλήθεια, νομίζεις ότι είσαι ανώτερος ή πιο έξυπνος γενικά, κρίνοντας μόνο από τη συγκεκριμένη λέξη;
* Αν νομίζεις ότι απλά είναι διαφορετικός/ή με τον δικό του/της τρόπο, πιστεύεις ότι θα ήταν χρήσιμο να είχατε ακριβώς την ίδια προσωπικότητα και να ξέρετε ακριβώς τα ίδια πράγματα ώστε να μην βρεθεί ξανά η πιθανότητα να έχεις απορία από όσα θα σου πει;
* Αντί να σου μεταφράζει κάθε φορά σε απλά για σένα λόγια τί σημαίνει το κάθε πράγμα, δε θα ήταν καλύτερα να το έλεγε πάντα περιφραστικά;
Δύσκολες κι απανωτές οι ερωτήσεις. Και οι ερωτήσεις δεν είναι δύσκολες μόνο όταν δεν ξέρεις την απάντηση, είναι και όταν την ξέρεις αλλά δε θέλεις να την πεις γιατί κατά βάθος δε θέλεις να παραδεχτείς ότι είναι αλήθεια. Ας περάσουμε σε πιο ζεστά νοήματα για να αναπτύξουμε ένα περιβάλλον οικειότητας και άνεσης. Η παραπάνω συζήτηση εξελίσσεται ωραία και ομαλά, πάτε για καφέ και απολαμβάνετε χαλάρωση κι ενατένιση, αγαθά που μπορείς να βρεις με μια καλή παρέα και τυχαίους ανθρώπους να περνάνε τριγύρω. Οπότε ο νους χαλαρώνει αναπόφευκτα από τα καθημερινά ζητήματα και βρίσκει αντανακλαστικό καταφύγιο στη λειτουργία της αποσυμφόρησης, κάτι που γίνεται και όταν κοιμάται κανείς. Η κουβέντα κατευθύνεται έντεχνα ή τυχαία, αλλά μοιραία, προς θέματα πιο εξεζητημένων αντιληπτικών ικανοτήτων, όπως για παράδειγμα οικονομικά ζητήματα, πολιτική, κοσμογονία ή θρησκεία.
* Θεωρείς δυσνόητη τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο το κείμενο μέχρι στιγμής;
Οπότε, αν μπορείτε και θέλετε και οι δύο ν' ασχοληθείτε συζητώντας και πραγματεύοντας τέτοιου είδους θέματα, πρέπει να σταματήσετε να χρησιμοποιείτε την καθομιλουμένη γλώσσα, διότι τώρα αυτή είναι η άχρηστη. Είναι αδύνατον να συνεχίσετε, πρέπει να ξεκινήσετε να μιλάτε μ' αυτόν τον παράξενο τρόπο που είναι σκέτος πονοκέφαλος.
* Μήπως πρέπει να σταματήσετε να λέτε γι' αυτά τα πράγματα και να πιάσετε μια άλλη συζήτηση καλύτερα;
* Αν το κάνετε, εδώ, σ' αυτό το σημείο, θα μάθετε ποτέ αν έχω δίκιο;
Αρχίζετε λοιπόν να λέτε ο καθένας τη γνώμη του και προς το παρόν είναι γνώμες, γιατί κανένας δεν έχει βγάλει ασφαλή συμπεράσματα σε κανένα από τα πεδία που προανέφερα, αλλά ούτε και στα όμορα με αυτά πεδία.
Ένα άτομο όμως, που ασχολείται κάπως πιο σοβαρά με κάποιο από αυτά, περισσότερο δηλαδή από το να πει τη γνώμη του με μια μικρή κι απλή πρόταση, έχει αναπτύξει συγκεκριμένο λεξιλόγιο τέτοιο ώστε να μπορεί να μετακενώσει τις προτάσεις της αρεσκείας του με ακρίβεια, διατυπώνοντας έτσι την καθαρή του γνώμη με ήσυχη συνείδηση. Μέχρι εκεί που δεν τον περιφράζει η λογοκρισία δηλαδή.
* Αν έχεις μια γνώμη κι εσύ πάνω στο ζήτημα για το οποίο μιλάτε αλλά δεν είναι ίδια με του συνομιλητή σου, πρέπει οπωσδήποτε να τον πείσεις ότι η δικιά σου είναι σωστή;
* Πρέπει ο άλλος/η να παραδεχτεί ότι κάνει λάθος με κάθε κόστος, ακόμα κι αν στο θέμα αυτό δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα ικανοποιητική απάντηση από κανέναν;
* Ο άλλος/η είναι αντίπαλος που πρέπει να νικήσεις;
Βλέπεις ότι ο άλλος/η έχει να σου παραθέσει πολύ λογικά και αδιάσειστα από εσένα επιχειρήματα, γνώμες και θέσεις, τις οποίες δε μπορείς να αντικρούσεις. Κι επιπροσθέτως, τα λόγια του συνθέτουν όμορφες, στιβαρές και ολοκληρωμένες προτάσεις χωρίς κανένα κενό ή καθυστέρηση, σαν να σου διαβάζει ένα επιμορφωτικό κι ενδιαφέρον βιβλίο απ' έξω. Χαίρεσαι ν' ακούς επειδή θεωρείς ότι μαθαίνεις αρκετά, αλλά νιώθεις από την άλλη μεριά μειονεκτικά γιατί τα λέει καλά κι εσύ όχι, αλλά όμως τον/την παρακινείς να συνεχίσει.
* Αν και δεν είπες ότι αισθάνεσαι μειονεκτικά και τον/την παρότρυνες να συνεχίσει, δεν πρέπει να μαντέψει πώς νιώθεις και να σταματήσει να μιλάει;
* Μήπως δεν πρέπει να ξανασχοληθεί τόσο πολύ με το ζήτημα γιατί όσο θα τα λέει αυτός/ή ωραία, θα αισθάνεσαι εσύ μειονεκτικά;
* Μήπως πρέπει να σταματήσει ν' ασχολείται μ' αυτά για πάντα, κι ας του αρέσουν, μόνο και μόνο επειδή δε μπορείς να συνομιλήσεις μαζί του/της όπως θα ήθελες;
* Αν δε μπορείς να παραθέσεις αντεπιχειρήματα σε κάτι που άκουσες, αυτό σημαίνει ότι ο άλλος/η έχει άδικο;
* Αν δεν καταλαβαίνεις τί λέει, σημαίνει ότι έχει άδικο;
* Αν δυσκολεύεται κι ο ίδιος/α να εκφραστεί, σημαίνει ότι σε αυτό που θα έλεγε έχει άδικο;
* Αν συμβεί κάτι απρόοπτο και πρέπει να φύγει, σημαίνει ότι έχει άδικο;
Τελικά ο άλλος/η σταματάει να θίγει το ζήτημα γιατί καταλαβαίνει ότι νιώθεις πολύ άβολα. Άλλωστε, δεν έχει ουσία να μιλάει μόνο αυτός/ή. Αν δεν έχεις κι εσύ να πεις κάτι, η συζήτηση έχει εξαντληθεί. Τον/την βλέπεις ότι έχει να πει κι άλλα, όμως δεν είναι ευγενικό να συνεχίσει να μιλάει στον αέρα, αφού εσύ δε θ' ακούς πια. Και δε θα το κάνει, γιατί είσαι φίλος.
* Αφού δεν τα είπε τελικά, σημαίνει ότι δεν τα ήξερε ολωσδιόλου;
* Μήπως επειδή έχασε την ευκαιρία να τα πει, τώρα πάει, χάθηκε, δε θα τα ξαναπεί ποτέ;
* Αν δεν τα πει σ' εσένα τώρα, μήπως αύριο τελικά γίνει πιο χαζός απ' ότι είναι τώρα και τα ξεχάσει;
* Θεωρείς ότι το να έχει κάποιος γνώση πάνω σ' ένα ζήτημα είναι γνώρισμα της στιγμής που περνάει και χάνεται;
* Ένας μετεωρολόγος, αν δεν πάει στη δουλειά του για μια βδομάδα, θα ξεχάσει για πάντα να κοιτάει τα σύννεφα;
Από εδώ και πέρα, το κείμενο απευθύνεται σε άτομα ήρωες, που απάντησαν με θάρρος "όχι" σε όλες τις ερωτήσεις, για ανειλικρινείς με τους εαυτούς τους, που ήθελαν να δουν τί γράφει παρακάτω και με αργόσχολους, που δεν έδιναν ουσιαστική προσοχή. Για να επανέλθει η συζήτηση σε φιλική και ζεστή ξανά, καταπιάνεστε με κάτι που αρέσει και στους δυο. Ας πούμε ότι διαβάζετε βιβλία και οι δυο και σας αρέσει να συζητάτε για τα νοήματα που βρίσκετε σ' αυτά, έννοιες που ο συγγραφέας έχει αφήσει διάσπαρτες στις σελίδες για να τις βρει κανείς. Ο/η φίλος/η σου λέει ότι παλιά έγραφε στη σχολική εφημερίδα, αλλά μετά το θεώρησε ότι υπηρετεί συμφέροντα διαφορετικά από τα δικά του χωρίς να λαβαίνει κανενός είδους αποζημίωση γι' αυτό, και έτσι σταμάτησε.
* Έκανε καλά, γιατί ούτε εσύ έγραφες στη σχολική εφημερίδα και έτσι είστε το ίδιο καλοί σ' αυτό. Δεν το κάνει ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, άρα είστε ισοπαλία στη μάχη σας για την επικράτηση της πιο ισχυρής γνώμης.
Σου λέει ότι τώρα συνεχίζει να γράφει γιατί του/της αρέσει, και δεν περιορίζεται από κανέναν. Έχει πρότυπο άλλους συγγραφείς και ποιητές. Έχει και μια ιδέα καλή, όπως επίσης και το λεξιλόγιο είναι βαθύ και πλούσιο, έτσι ώστε να μην έχει πρόβλημα να εκφραστεί. Αλλα κι αυτή η ιδέα είναι πολύ καλή για να είναι αληθινή.
* Πρέπει να σταματήσει, επειδή εσύ δεν το κάνεις;
* Επειδή δεν βρίσκεις εσύ την ιδέα καλή εσύ ή δεν την καταλαβαίνεις, άρα δεν είναι καλή γενικά και δεν πρόκειται ν' αρέσει σε κανέναν άλλο;
* Πρέπει να σταματήσει, γιατί δεν είναι και κανένας μεγάλος συγγραφέας και δεν πρόκειται ποτέ να γίνει;
* Μήπως σε όλους τους αναγνωρισμένους λογοτέχνες, πριν γίνουν αναγνωρισμένοι έπρεπε να τους σταματήσει κάποιος από το ασχοληθούν με τη λογοτεχνία;
* Μήπως έπρεπε να τους σταματήσουν για τους ίδιους λόγους-ερωτήσεις που διάβασες μέχρι εδώ;
Ο φίλος/η σου έχει επίσης να μεταδώσει αρκετά μηνύματα στον κόσμο που θα του αρέσει. Έχει την ανάγκη να τα πει γιατί όσο τα κρατάει μέσα του τον ενοχλούν. Νομίζει ότι όταν κάποιος έχει να βγάλει κάτι από μέσα του δεν πρέπει να το κρατάει, γιατί κάθε μέρα που περνάει θα μετανιώνει που δεν το κάνει, ζώντας μια ζωή καταπίεσης. Εσύ πάλι δεν καταλαβαίνεις όλα αυτά που σου λέει.
* Αφού δεν τα σκέφτηκες εσύ τα μηνύματα αυτά, άρα δεν πρέπει να τα πει ούτε κι αυτός/ή γιατί θα σου κλέψει τη δόξα που εσύ θα είχες.
* Μήπως πρέπει να σου δώσει την ιδέα για να τη γράψεις εσύ όπως πρέπει να γραφτεί κι όχι όπως την έχει αυτός/ή;
* Δεν το τροποποιεί λίγο, για να αρέσει και σ' εσένα;
* Επειδή δεν καταλαβαίνεις το κείμενο γιατί είναι γραμμένο σε λογοτεχνική, δύσκολη γλώσσα, μήπως πρέπει να το ξαναγράψει, πιο απλά κιόλας, για να το καταλαβαίνει και ο πιο άσχετος με τη λογοτεχνία;
* Αφού το γράφει για να αρέσει σε κάποιους δεν είναι σωστό να χρησιμοποιεί λέξεις που τις καταλαβαίνουν όλοι;
Τέλος.
Φτάσαμε αίσια στο τέλος των ερωτήσεων. Συγχαρητήρια, τα πήγες θαυμάσια. Απάντησες παντού "όχι". Για να καταλήξω στο συμπέρασμα για το οποίο περίμενες ίσαμε εδώ, είναι το εξής. Αν απάντησες "όχι" με ειλικρίνεια, έχει καλώς. Αν απάντησες σε οποιαδήποτε ερώτηση "ναι", δοκίμασε να βάλεις ακριβώς δίπλα το συνομιλητή σου να σε ρωτάει "γιατί;" και τότε να δούμε τί επιχείρημα θα του πεις. Ελπίζω να μην είναι ένα από τα τρία που βγάλαμε απ' έξω, αφού τότε δε θα είσαι ειλικρινής ούτε με τον συνομιλητή ούτε με τον εαυτό σου. Αλλά, αφού απαντάς "ναι", κάνοντας πέρα τους φραγμούς της λογικής με τους οποίους οι ερωτήσεις προσπάθησαν να σε συγκρατήσουν, τότε κι αυτός/ή με τον οποίο/α μιλάς μπορεί πολύ εύκολα να κάνει το ίδιο, απαντώντας σου καταπώς. Με αυτό το πλατωνικό "γιατί".
Την επόμενη φορά που θα τον/την βρεις και θα ρωτήσεις "τί νέα;", είναι περίεργο να σου απαντήσει "έχω πολλά νέα, και πολύ ενδιαφέροντα, αλλά δε σου τα λέω γιατί θα με παρασύρεις σε μια συζήτηση στην οποία θα με ρωτάς και όταν σου απαντάω θα με κατακρίνεις"; Αν σου απαντήσει κάτι τέτοιο θα παρεξηγηθείς γιατί πιστεύεις ότι αυτό που είπε είναι ψέμα; Όταν τον/την κατέκρινες εσύ την προηγούμενη φορά, αισθάνθηκες καθόλου άσχημα (απαντώντας "ναι") ή πιστεύεις ότι μόνο εσύ έχεις το δικαίωμα να απαιτείς να ελέγχεις τις ζωές των άλλων; Όταν πάει αυτός/ή να ελέγξει τη δική σου γιατί ενοχλείσαι; Αυτός/ή αν εκφραστεί απρεπώς δεν είναι φίλος/η πια; Ενώ όταν το έκανες εσύ, συνέχιζες να είσαι;
Όπως βλέπεις δεν είμαι με το μέρος κανενός. Δεν έφερα αυτά τα παραδείγματα για να αποκηρύξω αυτό που είναι προς αποφυγή και να εκθειάσω αυτό που είναι προς μίμηση. Σε κανένα σημείο δεν είπα ότι αυτό είναι σωστό ή ότι το άλλο είναι λάθος. Δεν υποστήριξα ούτε αυτόν που κατέκρινε ούτε αυτόν που κατακρίθηκε. Το μόνο που υπάρχει είναι ερωτήσεις, που καλείται ο αναγνώστης να απαντήσει από μόνος του. Κι όχι σε μια κόλλα χαρτί, που τη δίνει στον εξεταστή για να του πει αυτός με τη σειρά του πόσο καλά έγραψε, αλλά από μέσα του, φανταζόμενος να είναι και στη θέση αυτού που εκφωνεί την απάντηση αλλά και στη θέση αυτού που την ακούει. Για να είναι ακριβοδίκαιος, κι όχι προκατειλημμένος.
Υπάρχει, βέβαια, και ένα τελευταίο ενδεχόμενο που δεν έχουμε εξετάσει, όχι επειδή θέλαμε να το αποφύγουμε, αλλά γιατί τώρα, μετά από όσα έχουμε ήδη αναλύσει, μπορεί ο καθένας να διαλέξει τον διαφορετικό πια δρόμο που έχει χαράξει για τον εαυτό του, μέσω των παραπάνω διαφωτιστικών ερωτήσεων. Το ενδεχόμενο να έχεις δίκιο, στο παραπάνω παράδειγμα.
Σωστά λες όταν όσα έχει γράψει και αγαπήσει, μέσα από την ανάγκη να εκφραστεί, τα εκμηδενίζεις σε ένα τίποτα. Καλά κάνεις και τον/την απογοητεύεις, ελπίζοντας να μη συνεχίσει. Ή και ορθά του ψαλιδίζεις τα συναισθήματα που κοπιάζει να μεταδώσει, και τα περιορίζεις με τις ίδιες λίγες λέξεις. Εσύ έχεις δίκιο.
Θα το δούμε στην πράξη με ένα πιο απτό παράδειγμα, κι όχι πιθανότητες πια, μέσα από την τελευταία ερώτηση πριν το Τέλος, εξετάζοντας δοκιμαστικά, την απάντηση "ναι" σ' αυτήν. Θα παραθέσουμε εδώ αυτό το δυστυχώς κατοχυρωμένο και συνάμα κατακερματισμένο απόσπασμα. Ορίστε το δύσκολο, το απλουστευμένο, και το ανύπαρκτο κείμενο, αντίστοιχα. Για να δεις και από μόνος σου τί έργαψε αυτός ο άγνωστος, ο ανώνυμος, κι ο απέλπιδος, τί ήταν σωστό για σένα να γράψει, αν ήταν να γράψει κάτι οπωσδήποτε, και τί έπρεπε να κάνει τελικά.
1. Μέσα από το διαμαντένιο χιόνι των στεπών του βορρά, έξω από το κόκκινο ηλιοβασίλεμα, η Βασίλισσα των Άστρων βγήκε, και η λάμψη της φώτισε σαν η ωχρή πανσέληνος, σα σταγόνα λευκής μέρας καταμεσής στη νύχτα.
2. Μέσα από το χιόνι που έκανε το φως να φαίνεται η αντανάκλασή του σαν να είναι πολλά διαμάντια μαζί, και που βρίσκεται προς τις βόρειες περιοχές περίπου, και είναι ένα μέρος σαν μια μεγάλη πεδιάδα, έξω από το πέσιμο του ήλιου που έχει χρώμα κόκκινο, πίσω από κάποιο όριο πέρα εκεί μακριά που φτάνει το μάτι, βγήκε η Βασίλισσα των Άστρων, και το φως που αντανακλούσε πάνω της την έκανε να μοιάζει σαν το φως να βγαίνει μέσα από αυτήν την ίδια, το χρώμα της ήταν όπως απ' το φεγγάρι που είναι πιο χλωμό από άνθρωπο ζωντανό, κι έφεγγε όχι και με τόση πολλή δύναμη, μισοέφεγγε θα έλεγε κανείς, κι ήταν σαν ένα πολύ μικρό κομματάκι από φως που έχει όταν ξημερώσει, αν το συγκρίνεις με το πόσο φως έχει τη νύχτα.
3.
* * * * * * *
1. Τα κοιμισμένα δέντρα άρχισαν να θροΐζουν στο μισοσκόταδο. Από το μεγάλο ορατό κομμάτι του ουρανού της νύχτας ένα άστρο φάνηκε να πέφτει και να χάνεται πίσω από τις φυλλωσιές. Όλα τα φώτα λες και χαμήλωσαν ή το δικό της δυνάμωσε, καθώς εμφανίστηκε πίσω απ’ τις φυλλωσιές αυτές, ίδια οπτασία ενός αλλοτινού ξεχασμένου κόσμου, που η μνήμη του χάθηκε μέσα στον αγέρα που σφυρίζει πάνω στα λιβάδια. Θλιμμένη περπατούσε, ανάλαφρη κι αιθέρια απάνω στο μαλακό χορτάρι των Κήπων του Κόσμου, σαν να κουβαλούσε τη λύπη όλων των ανθρώπων, αφηρημένη με τις στενοχώριες της, τις στενοχώριες των απλών πια πλασμάτων με τις οποίες είναι δεμένη. Απομακρύνθηκε ανεπαίσθητα όπως ήρθε, κι έκανε να χαθεί πίσω από τη στροφή των δέντρων.
2. Τα δέντρα που ήταν τόσο ακίνητα αλλά και πάλι κινούνταν λίγο και έμοιαζαν σαν άνθρωπο που κοιμάται με τόσο λίγη κίνηση που είχαν, άρχισαν να κουνιούνται περισσότερο γιατί φύσαγε ένας σιγανός αέρας, και όλα αυτά γίνονταν σε μια φάση που δεν είχε ούτε πολύ σκοτάδι ούτε πολύ φως, έβλεπες όμως. Ήταν νύχτα, και φαινόταν ένα μεγάλο μέρος από τον ουρανό, και κάποια στιγμή φάνηκε ένα αστέρι να πέφτει, δηλαδή δεν ήταν αστέρι αλλά μετεωρίτης, ο οποίος ήταν τόσο μικρός που κάηκε στην ατμόσφαιρα, κι έλαμψε για λίγο, και η λάμψη αυτή χάθηκε στο κομμάτι του ουρανού που δε φαινόταν γιατί υπήρχαν κάτι δέντρα. Από εκεί από πίσω από τα φύλλα αυτά που έπεσε αυτό, φάνηκε ένα δυνατό φως κι επειδή ήταν απότομο και το μάτι δεν προλαβαίνει να συνηθίσει, φάνηκε λες και άναψε κάτι, και είχε και μορφή γυναίκας, που τότε εμφανίστηκε, αλλά δε φαινόταν και τελείως αληθινή, και ήταν σαν ένα πράγμα που σου θυμίζει κάτι παλιό από άλλο τόπο, ο οποίος είχε κάτι να σου τον θυμίζει αλλά αυτό το κάτι χάθηκε με τέτοιο τρόπο που έχει μείνει κάτι σαν υπενθύμιση και σαν να το νιώθεις όταν είσαι σε ένα μεγάλο λιβάδι και σε φυσάει αέρας. Αυτή η γυναίκα λοιπόν, περπατούσε και ήταν στεναχωρημένη πολύ, και είχε ένα περπάτημα απαλό και ωραίο γιατί πατούσε πάνω στο χορτάρι χωρίς να αφήνει βαθουλώματα πάνω στις πατημασιές, πάνω σε ένα λιβάδι που, ας πούμε μπορεί να ήταν και οπουδήποτε στον κόσμο, και φαινόταν λες και είχε έγνοιες από πολλά άτομα μαζί, γιατί μπορεί κανείς να το καταλάβει αν κοιτάξει κάποιον στα μάτια πολλή ώρα, δε φαινόταν να δίνει και πολλή σημασία στο τί γινόταν γύρω γύρω όμως, γιατί ήταν άσχημα πράγματα όχι σπουδαίων ανθρώπων, μέσων ανθρώπων ή άλλων πραγμάτων, με τα οποία δέθηκε κιόλας. Προσπέρασε το σημείο που καθόταν ένας που κοίταγε όλη τη σκηνή και έτσι αθόρυβα πήγε να φύγει μακριά, και να χαθεί, αυτός δε, αν στεκόταν ακίνητος εκεί που ήταν, η τελευταία στιγμή που θα την έβλεπε θα ήταν δίπλα από τον κορμό ενός δέντρου.
3.
* * * * * * *
Ακόμα δεν είμαι με το μέρος κανενός. Από μόνος του διαλέγει την πλευρά του ο καθένας. Αν απάντησες "όχι" στις ερωτήσεις, πολύ πιθανόν να σου αρέσει το κείμενο 1. Ίσως και να μη σου αρέσει. Όμως θα το αφήσεις να υπάρχει, και θα χαίρεσαι που θα υπάρχει, ακόμα κι αν δε συμφωνείς μ' αυτό. Μην παραξενεύεσαι, λέγεται Δημοκρατία σε μερικά μέρη του κόσμου. Αν πάλι απάντησες "ναι", έστω και σε μια ερώτηση, που να συμφωνείς μέχρι και την τελευταία λέξη, το κείμενο 2 ή 3 κάθε φορά είναι όλο δικό σου.
Κι εξάλλου, μια τέτοια διαφορά στη γλώσσα είναι εντελώς ασύμφορη. Δε μπορείς να βγαίνεις στο δρόμο, να σε ρωτάνε τί ώρα είναι και αντί να απαντάς, να ρωτάς με τη σειρά σου από πότε ξεκινάει να μετράει ο χρόνος. Όλα τα επίχειρα που επιφέρει μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση στην καθημερινή ζωή είναι άσχημα και φτάνουν από τουλάχιστον τραγελαφικά μέχρι πολύ επικίνδυνα. Χωρίς να συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι δε μπορεί να συνεννοηθεί κανείς.
Ευτυχώς όμως, ξετυλίγοντας το κουβάρι των γεγονότων, μπορούμε νε ρίξουμε λίγο περισσότερο φως στην αιτιότητα και την παρουσίαση, ώστε όσα συνέβησαν, και ότι εντυπώσεις άφησαν, να έχουν μικρότερη απόσταση από όση τα Μέσα Μαζικής Λογοκρισίας από την πραγματικότητα.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα όλες αυτές τις λεπτομέρειες, πρέπει να τις δούμε μέσα από επιχειρήματα, και ύστερα να δούμε αν αυτά στέκουν, βλέποντάς τα από την οπτική γωνία και των δύο πλευρών. Κι επιτέλους, αν παραμερίσουμε τον εγωισμό, τη βαρεμάρα και την αναίδεια, δε θα συμπεριλάβουμε σαν επιχείρημα ούτε το "έτσι γουστάρω", ούτε το "σκασμός", ούτε το "χέσε μας ρε". Όποιος επιθυμεί κάποια στιγμή να καταφύγει σ' αυτές τις έτοιμες κι εύκολες λύσεις, ευχαριστώ για την ανάγνωση ως εδώ.
Κάθε φορά που θα ανακύπτει ένα ερώτημα στο κείμενο, είναι πολύ σημαντικό αυτός που το διαβάζει να απαντάει συνέχεια "όχι". Αν κάπου απαντήσει ναι, τότε το κείμενο είναι γι' αυτόν άχρηστο.
Αρχή.
Βέβαια, μπορώ κι εγώ να χρησιμοποιήσω σαν επιχειρήματα ένα από τα τρία παραπάνω ή κάποιο συναφές, τότε όμως δε θα έχουμε συνεννόηση.
* Να το κάνω, και να βρίσω κάποιον κατάμουτρα πριν ακόμα ξεκινήσει να διαβάζει αυτό που θέλω να πω;
* Αν το έκανα, θα μάθαινε ποτέ αν έχω δίκιο;
Μια παράξενη έκδοση της γλώσσας όμως, αν την κοιτάξεις για περισσότερο από μια στιγμή, δε θα είναι και τόσο παράξενη πια. Για να λέμε την αλήθεια, όσο πιο πολύ κοιτάζεις και σκέφτεσαι ξανά κάτι δύσκολο που είπε κάποιος, θα δεις ότι δεν είναι και τόσο τραγικά τα πράγματα, καταλαβαίνεις τί λέει και μάλιστα πάρα πολύ καλά. Απλά, ίσως να χρειάζεται να του αφιερώσεις λίγο περισσότερο χρόνο. Αν πάλι όχι, είμαι σίγουρος ότι θα έβγαλες ορισμένα συμπεράσματα για το τί πιθανόν να εννοούσε. Βέβαια, εσύ μπορεί να μην τα λες και τόσο καλά όσο αυτός.
* Το ότι κρίνεις ότι δεν θα μπορούσες να σκεφτείς να το διατυπώσεις όπως ο άλλος, σημαίνει ότι θα του αφαιρέσεις το δικαίωμα να μιλάει;
Καλώς μέχρι εδώ. Όταν βρίσκεις κάποιο φίλο ή φίλη σου και τον ρωτάς κάτι συνηθισμένο, ξεκινάτε μια συζήτηση για τα ζητήματα της καθημερινότητας και έχεις μια άγνωστη λέξη.
* Αυτό τον/την κάνει ανώτερο/η από εσένα;
* Αν την είπε τυχαία για να σου κάνει εντύπωση, ενώ εσύ ξέρεις τί σημαίνει στ' αλήθεια, νομίζεις ότι είσαι ανώτερος ή πιο έξυπνος γενικά, κρίνοντας μόνο από τη συγκεκριμένη λέξη;
* Αν νομίζεις ότι απλά είναι διαφορετικός/ή με τον δικό του/της τρόπο, πιστεύεις ότι θα ήταν χρήσιμο να είχατε ακριβώς την ίδια προσωπικότητα και να ξέρετε ακριβώς τα ίδια πράγματα ώστε να μην βρεθεί ξανά η πιθανότητα να έχεις απορία από όσα θα σου πει;
* Αντί να σου μεταφράζει κάθε φορά σε απλά για σένα λόγια τί σημαίνει το κάθε πράγμα, δε θα ήταν καλύτερα να το έλεγε πάντα περιφραστικά;
Δύσκολες κι απανωτές οι ερωτήσεις. Και οι ερωτήσεις δεν είναι δύσκολες μόνο όταν δεν ξέρεις την απάντηση, είναι και όταν την ξέρεις αλλά δε θέλεις να την πεις γιατί κατά βάθος δε θέλεις να παραδεχτείς ότι είναι αλήθεια. Ας περάσουμε σε πιο ζεστά νοήματα για να αναπτύξουμε ένα περιβάλλον οικειότητας και άνεσης. Η παραπάνω συζήτηση εξελίσσεται ωραία και ομαλά, πάτε για καφέ και απολαμβάνετε χαλάρωση κι ενατένιση, αγαθά που μπορείς να βρεις με μια καλή παρέα και τυχαίους ανθρώπους να περνάνε τριγύρω. Οπότε ο νους χαλαρώνει αναπόφευκτα από τα καθημερινά ζητήματα και βρίσκει αντανακλαστικό καταφύγιο στη λειτουργία της αποσυμφόρησης, κάτι που γίνεται και όταν κοιμάται κανείς. Η κουβέντα κατευθύνεται έντεχνα ή τυχαία, αλλά μοιραία, προς θέματα πιο εξεζητημένων αντιληπτικών ικανοτήτων, όπως για παράδειγμα οικονομικά ζητήματα, πολιτική, κοσμογονία ή θρησκεία.
* Θεωρείς δυσνόητη τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο το κείμενο μέχρι στιγμής;
Οπότε, αν μπορείτε και θέλετε και οι δύο ν' ασχοληθείτε συζητώντας και πραγματεύοντας τέτοιου είδους θέματα, πρέπει να σταματήσετε να χρησιμοποιείτε την καθομιλουμένη γλώσσα, διότι τώρα αυτή είναι η άχρηστη. Είναι αδύνατον να συνεχίσετε, πρέπει να ξεκινήσετε να μιλάτε μ' αυτόν τον παράξενο τρόπο που είναι σκέτος πονοκέφαλος.
* Μήπως πρέπει να σταματήσετε να λέτε γι' αυτά τα πράγματα και να πιάσετε μια άλλη συζήτηση καλύτερα;
* Αν το κάνετε, εδώ, σ' αυτό το σημείο, θα μάθετε ποτέ αν έχω δίκιο;
Αρχίζετε λοιπόν να λέτε ο καθένας τη γνώμη του και προς το παρόν είναι γνώμες, γιατί κανένας δεν έχει βγάλει ασφαλή συμπεράσματα σε κανένα από τα πεδία που προανέφερα, αλλά ούτε και στα όμορα με αυτά πεδία.
Ένα άτομο όμως, που ασχολείται κάπως πιο σοβαρά με κάποιο από αυτά, περισσότερο δηλαδή από το να πει τη γνώμη του με μια μικρή κι απλή πρόταση, έχει αναπτύξει συγκεκριμένο λεξιλόγιο τέτοιο ώστε να μπορεί να μετακενώσει τις προτάσεις της αρεσκείας του με ακρίβεια, διατυπώνοντας έτσι την καθαρή του γνώμη με ήσυχη συνείδηση. Μέχρι εκεί που δεν τον περιφράζει η λογοκρισία δηλαδή.
* Αν έχεις μια γνώμη κι εσύ πάνω στο ζήτημα για το οποίο μιλάτε αλλά δεν είναι ίδια με του συνομιλητή σου, πρέπει οπωσδήποτε να τον πείσεις ότι η δικιά σου είναι σωστή;
* Πρέπει ο άλλος/η να παραδεχτεί ότι κάνει λάθος με κάθε κόστος, ακόμα κι αν στο θέμα αυτό δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα ικανοποιητική απάντηση από κανέναν;
* Ο άλλος/η είναι αντίπαλος που πρέπει να νικήσεις;
Βλέπεις ότι ο άλλος/η έχει να σου παραθέσει πολύ λογικά και αδιάσειστα από εσένα επιχειρήματα, γνώμες και θέσεις, τις οποίες δε μπορείς να αντικρούσεις. Κι επιπροσθέτως, τα λόγια του συνθέτουν όμορφες, στιβαρές και ολοκληρωμένες προτάσεις χωρίς κανένα κενό ή καθυστέρηση, σαν να σου διαβάζει ένα επιμορφωτικό κι ενδιαφέρον βιβλίο απ' έξω. Χαίρεσαι ν' ακούς επειδή θεωρείς ότι μαθαίνεις αρκετά, αλλά νιώθεις από την άλλη μεριά μειονεκτικά γιατί τα λέει καλά κι εσύ όχι, αλλά όμως τον/την παρακινείς να συνεχίσει.
* Αν και δεν είπες ότι αισθάνεσαι μειονεκτικά και τον/την παρότρυνες να συνεχίσει, δεν πρέπει να μαντέψει πώς νιώθεις και να σταματήσει να μιλάει;
* Μήπως δεν πρέπει να ξανασχοληθεί τόσο πολύ με το ζήτημα γιατί όσο θα τα λέει αυτός/ή ωραία, θα αισθάνεσαι εσύ μειονεκτικά;
* Μήπως πρέπει να σταματήσει ν' ασχολείται μ' αυτά για πάντα, κι ας του αρέσουν, μόνο και μόνο επειδή δε μπορείς να συνομιλήσεις μαζί του/της όπως θα ήθελες;
* Αν δε μπορείς να παραθέσεις αντεπιχειρήματα σε κάτι που άκουσες, αυτό σημαίνει ότι ο άλλος/η έχει άδικο;
* Αν δεν καταλαβαίνεις τί λέει, σημαίνει ότι έχει άδικο;
* Αν δυσκολεύεται κι ο ίδιος/α να εκφραστεί, σημαίνει ότι σε αυτό που θα έλεγε έχει άδικο;
* Αν συμβεί κάτι απρόοπτο και πρέπει να φύγει, σημαίνει ότι έχει άδικο;
Τελικά ο άλλος/η σταματάει να θίγει το ζήτημα γιατί καταλαβαίνει ότι νιώθεις πολύ άβολα. Άλλωστε, δεν έχει ουσία να μιλάει μόνο αυτός/ή. Αν δεν έχεις κι εσύ να πεις κάτι, η συζήτηση έχει εξαντληθεί. Τον/την βλέπεις ότι έχει να πει κι άλλα, όμως δεν είναι ευγενικό να συνεχίσει να μιλάει στον αέρα, αφού εσύ δε θ' ακούς πια. Και δε θα το κάνει, γιατί είσαι φίλος.
* Αφού δεν τα είπε τελικά, σημαίνει ότι δεν τα ήξερε ολωσδιόλου;
* Μήπως επειδή έχασε την ευκαιρία να τα πει, τώρα πάει, χάθηκε, δε θα τα ξαναπεί ποτέ;
* Αν δεν τα πει σ' εσένα τώρα, μήπως αύριο τελικά γίνει πιο χαζός απ' ότι είναι τώρα και τα ξεχάσει;
* Θεωρείς ότι το να έχει κάποιος γνώση πάνω σ' ένα ζήτημα είναι γνώρισμα της στιγμής που περνάει και χάνεται;
* Ένας μετεωρολόγος, αν δεν πάει στη δουλειά του για μια βδομάδα, θα ξεχάσει για πάντα να κοιτάει τα σύννεφα;
Από εδώ και πέρα, το κείμενο απευθύνεται σε άτομα ήρωες, που απάντησαν με θάρρος "όχι" σε όλες τις ερωτήσεις, για ανειλικρινείς με τους εαυτούς τους, που ήθελαν να δουν τί γράφει παρακάτω και με αργόσχολους, που δεν έδιναν ουσιαστική προσοχή. Για να επανέλθει η συζήτηση σε φιλική και ζεστή ξανά, καταπιάνεστε με κάτι που αρέσει και στους δυο. Ας πούμε ότι διαβάζετε βιβλία και οι δυο και σας αρέσει να συζητάτε για τα νοήματα που βρίσκετε σ' αυτά, έννοιες που ο συγγραφέας έχει αφήσει διάσπαρτες στις σελίδες για να τις βρει κανείς. Ο/η φίλος/η σου λέει ότι παλιά έγραφε στη σχολική εφημερίδα, αλλά μετά το θεώρησε ότι υπηρετεί συμφέροντα διαφορετικά από τα δικά του χωρίς να λαβαίνει κανενός είδους αποζημίωση γι' αυτό, και έτσι σταμάτησε.
* Έκανε καλά, γιατί ούτε εσύ έγραφες στη σχολική εφημερίδα και έτσι είστε το ίδιο καλοί σ' αυτό. Δεν το κάνει ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, άρα είστε ισοπαλία στη μάχη σας για την επικράτηση της πιο ισχυρής γνώμης.
Σου λέει ότι τώρα συνεχίζει να γράφει γιατί του/της αρέσει, και δεν περιορίζεται από κανέναν. Έχει πρότυπο άλλους συγγραφείς και ποιητές. Έχει και μια ιδέα καλή, όπως επίσης και το λεξιλόγιο είναι βαθύ και πλούσιο, έτσι ώστε να μην έχει πρόβλημα να εκφραστεί. Αλλα κι αυτή η ιδέα είναι πολύ καλή για να είναι αληθινή.
* Πρέπει να σταματήσει, επειδή εσύ δεν το κάνεις;
* Επειδή δεν βρίσκεις εσύ την ιδέα καλή εσύ ή δεν την καταλαβαίνεις, άρα δεν είναι καλή γενικά και δεν πρόκειται ν' αρέσει σε κανέναν άλλο;
* Πρέπει να σταματήσει, γιατί δεν είναι και κανένας μεγάλος συγγραφέας και δεν πρόκειται ποτέ να γίνει;
* Μήπως σε όλους τους αναγνωρισμένους λογοτέχνες, πριν γίνουν αναγνωρισμένοι έπρεπε να τους σταματήσει κάποιος από το ασχοληθούν με τη λογοτεχνία;
* Μήπως έπρεπε να τους σταματήσουν για τους ίδιους λόγους-ερωτήσεις που διάβασες μέχρι εδώ;
Ο φίλος/η σου έχει επίσης να μεταδώσει αρκετά μηνύματα στον κόσμο που θα του αρέσει. Έχει την ανάγκη να τα πει γιατί όσο τα κρατάει μέσα του τον ενοχλούν. Νομίζει ότι όταν κάποιος έχει να βγάλει κάτι από μέσα του δεν πρέπει να το κρατάει, γιατί κάθε μέρα που περνάει θα μετανιώνει που δεν το κάνει, ζώντας μια ζωή καταπίεσης. Εσύ πάλι δεν καταλαβαίνεις όλα αυτά που σου λέει.
* Αφού δεν τα σκέφτηκες εσύ τα μηνύματα αυτά, άρα δεν πρέπει να τα πει ούτε κι αυτός/ή γιατί θα σου κλέψει τη δόξα που εσύ θα είχες.
* Μήπως πρέπει να σου δώσει την ιδέα για να τη γράψεις εσύ όπως πρέπει να γραφτεί κι όχι όπως την έχει αυτός/ή;
* Δεν το τροποποιεί λίγο, για να αρέσει και σ' εσένα;
* Επειδή δεν καταλαβαίνεις το κείμενο γιατί είναι γραμμένο σε λογοτεχνική, δύσκολη γλώσσα, μήπως πρέπει να το ξαναγράψει, πιο απλά κιόλας, για να το καταλαβαίνει και ο πιο άσχετος με τη λογοτεχνία;
* Αφού το γράφει για να αρέσει σε κάποιους δεν είναι σωστό να χρησιμοποιεί λέξεις που τις καταλαβαίνουν όλοι;
Τέλος.
Φτάσαμε αίσια στο τέλος των ερωτήσεων. Συγχαρητήρια, τα πήγες θαυμάσια. Απάντησες παντού "όχι". Για να καταλήξω στο συμπέρασμα για το οποίο περίμενες ίσαμε εδώ, είναι το εξής. Αν απάντησες "όχι" με ειλικρίνεια, έχει καλώς. Αν απάντησες σε οποιαδήποτε ερώτηση "ναι", δοκίμασε να βάλεις ακριβώς δίπλα το συνομιλητή σου να σε ρωτάει "γιατί;" και τότε να δούμε τί επιχείρημα θα του πεις. Ελπίζω να μην είναι ένα από τα τρία που βγάλαμε απ' έξω, αφού τότε δε θα είσαι ειλικρινής ούτε με τον συνομιλητή ούτε με τον εαυτό σου. Αλλά, αφού απαντάς "ναι", κάνοντας πέρα τους φραγμούς της λογικής με τους οποίους οι ερωτήσεις προσπάθησαν να σε συγκρατήσουν, τότε κι αυτός/ή με τον οποίο/α μιλάς μπορεί πολύ εύκολα να κάνει το ίδιο, απαντώντας σου καταπώς. Με αυτό το πλατωνικό "γιατί".
Την επόμενη φορά που θα τον/την βρεις και θα ρωτήσεις "τί νέα;", είναι περίεργο να σου απαντήσει "έχω πολλά νέα, και πολύ ενδιαφέροντα, αλλά δε σου τα λέω γιατί θα με παρασύρεις σε μια συζήτηση στην οποία θα με ρωτάς και όταν σου απαντάω θα με κατακρίνεις"; Αν σου απαντήσει κάτι τέτοιο θα παρεξηγηθείς γιατί πιστεύεις ότι αυτό που είπε είναι ψέμα; Όταν τον/την κατέκρινες εσύ την προηγούμενη φορά, αισθάνθηκες καθόλου άσχημα (απαντώντας "ναι") ή πιστεύεις ότι μόνο εσύ έχεις το δικαίωμα να απαιτείς να ελέγχεις τις ζωές των άλλων; Όταν πάει αυτός/ή να ελέγξει τη δική σου γιατί ενοχλείσαι; Αυτός/ή αν εκφραστεί απρεπώς δεν είναι φίλος/η πια; Ενώ όταν το έκανες εσύ, συνέχιζες να είσαι;
Όπως βλέπεις δεν είμαι με το μέρος κανενός. Δεν έφερα αυτά τα παραδείγματα για να αποκηρύξω αυτό που είναι προς αποφυγή και να εκθειάσω αυτό που είναι προς μίμηση. Σε κανένα σημείο δεν είπα ότι αυτό είναι σωστό ή ότι το άλλο είναι λάθος. Δεν υποστήριξα ούτε αυτόν που κατέκρινε ούτε αυτόν που κατακρίθηκε. Το μόνο που υπάρχει είναι ερωτήσεις, που καλείται ο αναγνώστης να απαντήσει από μόνος του. Κι όχι σε μια κόλλα χαρτί, που τη δίνει στον εξεταστή για να του πει αυτός με τη σειρά του πόσο καλά έγραψε, αλλά από μέσα του, φανταζόμενος να είναι και στη θέση αυτού που εκφωνεί την απάντηση αλλά και στη θέση αυτού που την ακούει. Για να είναι ακριβοδίκαιος, κι όχι προκατειλημμένος.
Υπάρχει, βέβαια, και ένα τελευταίο ενδεχόμενο που δεν έχουμε εξετάσει, όχι επειδή θέλαμε να το αποφύγουμε, αλλά γιατί τώρα, μετά από όσα έχουμε ήδη αναλύσει, μπορεί ο καθένας να διαλέξει τον διαφορετικό πια δρόμο που έχει χαράξει για τον εαυτό του, μέσω των παραπάνω διαφωτιστικών ερωτήσεων. Το ενδεχόμενο να έχεις δίκιο, στο παραπάνω παράδειγμα.
Σωστά λες όταν όσα έχει γράψει και αγαπήσει, μέσα από την ανάγκη να εκφραστεί, τα εκμηδενίζεις σε ένα τίποτα. Καλά κάνεις και τον/την απογοητεύεις, ελπίζοντας να μη συνεχίσει. Ή και ορθά του ψαλιδίζεις τα συναισθήματα που κοπιάζει να μεταδώσει, και τα περιορίζεις με τις ίδιες λίγες λέξεις. Εσύ έχεις δίκιο.
Θα το δούμε στην πράξη με ένα πιο απτό παράδειγμα, κι όχι πιθανότητες πια, μέσα από την τελευταία ερώτηση πριν το Τέλος, εξετάζοντας δοκιμαστικά, την απάντηση "ναι" σ' αυτήν. Θα παραθέσουμε εδώ αυτό το δυστυχώς κατοχυρωμένο και συνάμα κατακερματισμένο απόσπασμα. Ορίστε το δύσκολο, το απλουστευμένο, και το ανύπαρκτο κείμενο, αντίστοιχα. Για να δεις και από μόνος σου τί έργαψε αυτός ο άγνωστος, ο ανώνυμος, κι ο απέλπιδος, τί ήταν σωστό για σένα να γράψει, αν ήταν να γράψει κάτι οπωσδήποτε, και τί έπρεπε να κάνει τελικά.
1. Μέσα από το διαμαντένιο χιόνι των στεπών του βορρά, έξω από το κόκκινο ηλιοβασίλεμα, η Βασίλισσα των Άστρων βγήκε, και η λάμψη της φώτισε σαν η ωχρή πανσέληνος, σα σταγόνα λευκής μέρας καταμεσής στη νύχτα.
2. Μέσα από το χιόνι που έκανε το φως να φαίνεται η αντανάκλασή του σαν να είναι πολλά διαμάντια μαζί, και που βρίσκεται προς τις βόρειες περιοχές περίπου, και είναι ένα μέρος σαν μια μεγάλη πεδιάδα, έξω από το πέσιμο του ήλιου που έχει χρώμα κόκκινο, πίσω από κάποιο όριο πέρα εκεί μακριά που φτάνει το μάτι, βγήκε η Βασίλισσα των Άστρων, και το φως που αντανακλούσε πάνω της την έκανε να μοιάζει σαν το φως να βγαίνει μέσα από αυτήν την ίδια, το χρώμα της ήταν όπως απ' το φεγγάρι που είναι πιο χλωμό από άνθρωπο ζωντανό, κι έφεγγε όχι και με τόση πολλή δύναμη, μισοέφεγγε θα έλεγε κανείς, κι ήταν σαν ένα πολύ μικρό κομματάκι από φως που έχει όταν ξημερώσει, αν το συγκρίνεις με το πόσο φως έχει τη νύχτα.
3.
* * * * * * *
1. Τα κοιμισμένα δέντρα άρχισαν να θροΐζουν στο μισοσκόταδο. Από το μεγάλο ορατό κομμάτι του ουρανού της νύχτας ένα άστρο φάνηκε να πέφτει και να χάνεται πίσω από τις φυλλωσιές. Όλα τα φώτα λες και χαμήλωσαν ή το δικό της δυνάμωσε, καθώς εμφανίστηκε πίσω απ’ τις φυλλωσιές αυτές, ίδια οπτασία ενός αλλοτινού ξεχασμένου κόσμου, που η μνήμη του χάθηκε μέσα στον αγέρα που σφυρίζει πάνω στα λιβάδια. Θλιμμένη περπατούσε, ανάλαφρη κι αιθέρια απάνω στο μαλακό χορτάρι των Κήπων του Κόσμου, σαν να κουβαλούσε τη λύπη όλων των ανθρώπων, αφηρημένη με τις στενοχώριες της, τις στενοχώριες των απλών πια πλασμάτων με τις οποίες είναι δεμένη. Απομακρύνθηκε ανεπαίσθητα όπως ήρθε, κι έκανε να χαθεί πίσω από τη στροφή των δέντρων.
2. Τα δέντρα που ήταν τόσο ακίνητα αλλά και πάλι κινούνταν λίγο και έμοιαζαν σαν άνθρωπο που κοιμάται με τόσο λίγη κίνηση που είχαν, άρχισαν να κουνιούνται περισσότερο γιατί φύσαγε ένας σιγανός αέρας, και όλα αυτά γίνονταν σε μια φάση που δεν είχε ούτε πολύ σκοτάδι ούτε πολύ φως, έβλεπες όμως. Ήταν νύχτα, και φαινόταν ένα μεγάλο μέρος από τον ουρανό, και κάποια στιγμή φάνηκε ένα αστέρι να πέφτει, δηλαδή δεν ήταν αστέρι αλλά μετεωρίτης, ο οποίος ήταν τόσο μικρός που κάηκε στην ατμόσφαιρα, κι έλαμψε για λίγο, και η λάμψη αυτή χάθηκε στο κομμάτι του ουρανού που δε φαινόταν γιατί υπήρχαν κάτι δέντρα. Από εκεί από πίσω από τα φύλλα αυτά που έπεσε αυτό, φάνηκε ένα δυνατό φως κι επειδή ήταν απότομο και το μάτι δεν προλαβαίνει να συνηθίσει, φάνηκε λες και άναψε κάτι, και είχε και μορφή γυναίκας, που τότε εμφανίστηκε, αλλά δε φαινόταν και τελείως αληθινή, και ήταν σαν ένα πράγμα που σου θυμίζει κάτι παλιό από άλλο τόπο, ο οποίος είχε κάτι να σου τον θυμίζει αλλά αυτό το κάτι χάθηκε με τέτοιο τρόπο που έχει μείνει κάτι σαν υπενθύμιση και σαν να το νιώθεις όταν είσαι σε ένα μεγάλο λιβάδι και σε φυσάει αέρας. Αυτή η γυναίκα λοιπόν, περπατούσε και ήταν στεναχωρημένη πολύ, και είχε ένα περπάτημα απαλό και ωραίο γιατί πατούσε πάνω στο χορτάρι χωρίς να αφήνει βαθουλώματα πάνω στις πατημασιές, πάνω σε ένα λιβάδι που, ας πούμε μπορεί να ήταν και οπουδήποτε στον κόσμο, και φαινόταν λες και είχε έγνοιες από πολλά άτομα μαζί, γιατί μπορεί κανείς να το καταλάβει αν κοιτάξει κάποιον στα μάτια πολλή ώρα, δε φαινόταν να δίνει και πολλή σημασία στο τί γινόταν γύρω γύρω όμως, γιατί ήταν άσχημα πράγματα όχι σπουδαίων ανθρώπων, μέσων ανθρώπων ή άλλων πραγμάτων, με τα οποία δέθηκε κιόλας. Προσπέρασε το σημείο που καθόταν ένας που κοίταγε όλη τη σκηνή και έτσι αθόρυβα πήγε να φύγει μακριά, και να χαθεί, αυτός δε, αν στεκόταν ακίνητος εκεί που ήταν, η τελευταία στιγμή που θα την έβλεπε θα ήταν δίπλα από τον κορμό ενός δέντρου.
3.
* * * * * * *
Ακόμα δεν είμαι με το μέρος κανενός. Από μόνος του διαλέγει την πλευρά του ο καθένας. Αν απάντησες "όχι" στις ερωτήσεις, πολύ πιθανόν να σου αρέσει το κείμενο 1. Ίσως και να μη σου αρέσει. Όμως θα το αφήσεις να υπάρχει, και θα χαίρεσαι που θα υπάρχει, ακόμα κι αν δε συμφωνείς μ' αυτό. Μην παραξενεύεσαι, λέγεται Δημοκρατία σε μερικά μέρη του κόσμου. Αν πάλι απάντησες "ναι", έστω και σε μια ερώτηση, που να συμφωνείς μέχρι και την τελευταία λέξη, το κείμενο 2 ή 3 κάθε φορά είναι όλο δικό σου.
Σας καλωσορίζω στο νέο μου ιστολόγιο.
Μαζί θα σχολιάσουμε τα αειπληθαίνοντα θέματα που αφορούν την καθημερινή ζωή, αλλά και πέρα από αυτήν, σε ένα ταξίδι προς το άγνωστο, χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό. Πάντα έχουμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε και να πράξουμε ξεπερνώντας τα λογοκρισιακά όρια μιας κοινωνίας που δεν είναι πάντα σωστή, αλλά απαιτεί να αντιμετωπίζεται ως αυθεντία. Αλλά τις περισσότερες φορές δεν το κάνουμε γιατί δε θέλουμε να αποχωριστούμε τη ζεστασιά του συνόλου που ανήκουμε ήδη.
Εδώ, σ' αυτόν τον φανταστικό τόπο, θα μπορεί οποιοσδήποτε να εκφραστεί και να θίξει γεγονότα και έννοιες με παραγωγικό τρόπο, χωρίς την απειλή της απότομης αποξένωσης από τους θεσμούς με τους οποίους πάλευε όλη του τη ζωή να αποκτήσει ή να κατακτήσει. Και ίσως, μετά από λίγο καιρό, αποφασίσει ότι δεν αξίζει τελικά τον κόπο να διατηρεί τη συντριπτική πλειψηφία από αυτούς.
Μοναδικός περιορισμός για τη συμμετοχή σας σε οποιοδήποτε θέμα ή συζήτηση είναι η ειλικρίνεια. Ιδιαίτερα σε όσους γράφουν με ξενισμούς (δηλαδή greeklish). Αυτοί οι τελευταίοι δεν είναι ειλικρινείς ούτε με τη γλώσσα που τους έμαθαν αλλά ούτε καν με τον εαυτό τους, κρυμμένοι πίσω από την φθαρμένη παρωπίδα της ντροπής, φοβούμενοι να αντιμετωπίσουν τους περισσότερους από τους συνομιλητές τους. Και με τον κίνδυνο να μη γίνονται όλες τις φορές επακριβώς κατανοητοί.
Δεν έχουμε χώρο ούτε για δειλούς ούτε για ψεύτες. Αυτοί θα βρουν το δρόμο τους μόνοι τους. Εδώ, μέχρι και ο λαγός τολμάει.
Νεότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Subscribe to:
Αναρτήσεις (Atom)