POKKA KAI ΕΧΘΡΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ

.

ΠΟΙΟΣ; ~ΜΕΡΟΣ 5~

Για τι είναι χρήσιμα τα «λαϊκά» τραγούδια τέλος πάντων: Όταν ξεκίνησα να διαχωρίζω τα επιχειρήματα στο μυαλό μου, είχα ξαπλώσει στο ερευνητικό τραπέζι τα «λαϊκά» τραγούδια. Αλλά τι είναι αυτά όμως; Τα «λαϊκά» τραγούδια δεν είναι μόνο όσα έχουν μπουζούκι μέσα. Τα ρεμπέτικα χρησιμοποίησαν το μπουζούκι πολύ πιο πριν. Επίσης άλλα είδη μουσικής έχουν μπουζούκι μέσα, και κάθε άλλο παρά λαϊκά χαρακτηρίζονται.
Δε θα αναφέρω κανένα όνομα πουθενά, για να μη θεωρηθεί ότι μεριμνώ υπέρ ορισμένων καλλιτεχνών και για να δείξω ότι σημασία δεν έχει ο τίτλος αλλά η έννοια.

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο κόσμος ήταν βυθισμένος σε μια κατάσταση τρομοκρατούμενη, όλοι ήθελαν να έχουν ειρήνη και πάλι και να μην κυβερνούνται από τον φόβο και το θάνατο. Λογικό είναι να συσσωρεύονται άσχημα συναισθήματα και να καταπιέζονται μέσα στην ανθρώπινα ψυχή για πολλά χρόνια. Αυτό δεν ξεπερνιέται μέχρι να πεθάνεις. Αλλά εκείνη τη στιγμή που τα ζεις αυτά, θέλεις να τα βγάλεις προς τα έξω. Καίνε μέσα σου. Θέλεις να αναπνεύσεις ελεύθερος ξανά.
Δημιουργήθηκαν κατ’ αρχήν ορισμένα απαγορευμένα «πράγματα» είτε αυτό λέγεται το να γράφεις τραγούδια είτε το να σκέφτεσαι την επανάσταση είτε το να ελπίζεις να γεράσεις ευτυχισμένος.
Μετά το τέλος του Πολέμου, η ξαφνική ελευθερία έδωσε τόπο στην απότομη δημιουργία. Όλοι αυτοί που περίμεναν, τώρα ήρθε η ώρα να κάνουν αυτό που τόσο λαχταρούσαν. Γενικά οι τέχνες είδαν μια άμετρη άνθιση η οποία τροφοδοτούνταν συνεχώς από ευγενή άμιλλα. Ο καθένας ήθελε να ξεπεράσει τον άλλον και συνέχιζε να κάνει αυτό στο οποίο ήταν καλύτερος όχι για να τον καταστρέψει αλλά για να χαρεί που του δόθηκε έστω η ευκαιρία να ακμάσει. Από την ανάγκη να δημιουργήσει και όχι να εκμηδενίσει τον αντίπαλο. Γιατί ο «αντίπαλος» (μπορεί να ερμηνευθεί και ετυμολογικά) δεν ήταν εχθρός του αλλά φίλος του.
Οι καλλιτέχνες οποιασδήποτε ενασχόλησης τότε ήταν νέοι και έκαναν ότι έχουν την τάση οι νέοι να κάνουν. Δηλαδή οτιδήποτε. Τώρα τους αναπολούμε λέγοντας: «κοίτα τι κάνανε αυτοί τότε. Παλιά χρόνια, ευτυχισμένα, ανέμελα. Τότε ήταν ωραία. Τώρα αυτοί είναι θρύλοι. Μακάρι να τους μοιάζαμε.» Αλλά όποιος φοράει τη κορώνα δεν είναι οπωσδήποτε ο βασιλιάς.
Ήρθε η χούντα και ξαναβύθισε την Ελλάδα σε μια εποχή συνεχούς μίσους, σε μια κατάσταση πολέμου με τους εαυτούς μας. Διήρκεσε λίγο, αλλά όσοι έζησαν τη χούντα δεν πιστεύω να ζούσαν με τη σκέψη ότι σε λίγα χρόνια θα τελείωναν όλα. Και αν το σκέφτηκαν, δεν ήξεραν πόσα θα ήταν αυτά τα λίγα χρόνια.
Το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης υφηλίου δεν απασχολούνταν με το τί γινόταν εδώ. Συνέχιζε την άνθιση και την πορεία του προς τις νέες ανακαλύψεις. Οπότε όταν έπεσε η χούντα, η Ελλάδα έκανε ταχύρρυθμα μαθήματα ανάπτυξης, για να μπει επιτέλους στο ατελείωτο πάρτι από τη μέση της δεκαετίας του ’70 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1989.
Έγινε χαμός. Ποπ, ροκ, έντεχνο, ρεμπέτικο, λαϊκό, νεορεαλισμός, μέταλ, σουρεαλισμός, γοτθισμός, νεορομαντισμός, και άλλοι πολλοί όροι που δεν είναι επί του παρόντος θέματος, έκαναν την εμφάνιση ή την επανεμφάνισή τους. Το φαινόμενο δεν εξηγείται έτσι απλά. Εδώ μόνο μπορούμε να πούμε ότι δε μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι ήταν οι χρυσές μέρες που γνώρισε ο κόσμος.
Κάποια στιγμή, οι μέρες αυτές δυστυχώς τελείωσαν. Πολύ κρίμα, γιατί μου άρεσαν. Στις αρχές του ’90 υπήρχαν απομεινάρια που κρατιούνταν ακόμα ζωντανά, μα όλα έδειχναν ότι έπαιρναν τον κατήφορο ξανά, και όχι από πόλεμο αυτή τη φορά.
Μιλώντας πάντα για την ελληνική μουσική σκηνή, άρχισε να τελειώνει το ενδιαφέρον του κόσμου για τα ροκ και τα ποπ και ότι άλλο έκανε το παρελθόν να είναι αυτό που είναι. Επίσης υπήρχαν κάποιοι συγκεκριμένοι ρεμπέτες που τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν δημιουργήσει ένα σταθερό κοινό και καταξιώθηκαν. Η πτώση από την άνθιση στην επανάληψη ήταν απότομη και σκληρή. Όσοι νέοι καλλιτέχνες επέλεγαν συγκεκριμένη μουσική για ν’ ασχοληθούν, είναι επειδή είχαν βιώματα.

Πολλοί μπορεί να σκεφτούν ότι το παρελθόν των «λαϊκών» τραγουδιών είναι ένδοξο, οφείλει σεβασμό και αισθάνονται περήφανοι που πάτησαν πάνω σε ένα τόσο στέρεο δημιούργημα για να εκφραστούν. Από την πλευρά μου αποτίω μέγιστο σεβασμό στις προσωπικότητες του παρελθόντος που αφιέρωσαν ολόκληρη τη ζωή τους στο να είναι αληθινοί, πρωτίστως στον εαυτό τους, και να εκφράζονται διευρύνοντας τα όρια της τέχνης ωθούμενοι από την ανάγκη να βγάλουν αυτό που είχαν μέσα τους. Αλλά εγώ λυπάμαι τους παροντικούς γιατί πήραν μια αξιοθαύμαστη μουσική κληρονομιά και ξέπεσαν γοργά σ’ αυτό που είναι σήμερα, μην αφήνοντας χώρο ούτε για εξέλιξη ούτε για άνοδο.

Είναι σαν ένα ποτό του οποίου τα συστατικά δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Όταν ξεκινάς να το ανακατεύεις είναι ωραίο γιατί γεύεσαι κάθε στρώμα ξεχωριστά, και η εναλλαγή των γεύσεων το κάνει ακόμα πιο μεθυστικό, που θες να ξαναπαραγγείλεις το ίδιο. Όταν πια το ανακατέψεις εντελώς θα είναι πάλι ωραίο, αλλά τότε δυστυχώς δε θα υπάρχει η εναλλαγή των γεύσεων και το χειρότερο ‘ δε θα υπάρχει τίποτα για να ανακατέψει κανείς. Και μετά από αρκετά τέτοια ποτά, θα μεθύσεις εντελώς και θα είναι η ώρα να σταματήσεις και να πας σπίτι, αν δε θες να είσαι αλκοολικός και να πίνεις δίχως λόγο.
Ξαναδιαβάστε τις διάφορες εποχές που περιέγραψα παραπάνω και διαλέξτε ποια είναι αυτή με το ποτό λίγο ανακατεμένο, ποια αυτή με το μεθύσι και ποια αυτή με τον αλκοολισμό.


Γιατί βάζω τα «λαϊκά» τραγούδια σε εισαγωγικά: Όταν λέω σε ένα φίλο μου να πάμε σε μαγαζί με λαϊκή μουσική, ούτε εγώ αλλά ούτε κι αυτός εννοούμε αυτή που παράγεται σήμερα και ονομάζεται έτσι. Στα μπουζούκια της μεγαλούπολης, υπάρχει το Μεγάλο Όνομα, ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης από την ένδοξη εποχή των λαϊκών τραγουδιών, και οι υπόλοιπο που είναι αποκάτω. Αυτοί προσπαθούν να εισέλθουν σιγά – σιγά στο πάνθεον των παλιών λαϊκών τραγουδιστών (γιατί κατά συντριπτική πλειοψηφία πρόκειται αποκλειστικά περί τραγουδιστών), προσπαθώντας να επαναλάβουν αυτό που κάνουν με σκοπό ο λαός στον οποίο απευθύνονται να τους τοποθετήσει στο παραπάνω ξεχωριστό μέρος της συνείδησής του επειδή θα τους έχει συνηθίσει.

Μετά από αρκετά χρόνια και συνεχείς εμφανίσεις, αυτοί θα είναι πια το μεγάλο όνομα, αφού οι πρώτοι θα έχουν αποσυρθεί πια από την ενεργό δράση έχοντας πλήρη οικονομική άνεση για οποιαδήποτε πολυτέλεια χωρίς να κάνουν τίποτα απολύτως, αν δεν έχουν πεθάνει ήδη.

Κι εδώ έγκειται η διαφορά: αν ακούσεις τραγούδια του παλιού και τραγούδια του καινούριου δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές, θα διαπιστώσεις εύκολα ότι πρόκειται για άλλη μουσική. Και συνεπώς, αν ονομάσουμε την παλιά λαϊκή, τότε υποχρεωνόματε αναγκαστικά τη νέα να την αποκαλέσουμε αλλιώς. Αν η νέα θεωρείται λαϊκή, τότε η παλιά ήταν κάτι άλλο. Όμως τα παλιά είναι αυτά που είναι σωστό να ονομάζονται λαϊκά τραγούδια (χωρίς παρενθέσεις αυτή τη φορά) γιατί προϋπήρξαν και τότε εφευρέθηκε το είδος και ο ορισμός. Αλλά όμως και τα νέα αυτά παρόμοια τραγούδια έχει επικρατήσει να ονομάζονται λαϊκά χωρίς να είναι. Γι’ αυτό και χρησιμοποιώ τα εισαγωγικά, για να μην υπάρχει χώρος για παρανοήσεις.

συνεχίζεται στο 6ο και τελευταίο μέρος...

0 Comments:

Post a Comment



Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα